Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, με δροσερό αεράκι. Καθώς προχωρούσαν προς ένα λιβάδι το οποίο βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά του κάστρου απ' αυτή όπου ήταν το απαγορευμένο δάσος, το ψηλό γρασίδι κυμάτιζε κάτω απ' τα πόδια τους, ενώ τα κλαδιά των δέντρων κουνιουνταν στο Βάθος του ορίζοντα.
Οι πρωτοετείς απ' το Σλίθεριν βρίσκονταν κιόλας εκεί, ενώ καμιά εικοσαριά σκουπόξυλα ήταν ακουμπισμένα με τάξη στο γρασίδι. Ο Χάρι είχε ακούσει τον Φρεντ και τον Τζορτζ Ουέσλι να παραπονούνται για τα σκουπόξυλα του σχολείου, γιατί μερικά άρχιζαν να τρίζουν όταν κάποιος πετούσε πολύ ψηλά, ενώ άλλα είχαν την τάση να γέρνουν προς τα άριστερά.
Η καθηγήτρια τους, η κυρία Χουτς, έφτασε σχεδόν αμέσως. Είχε κοντά γκρίζα μαλλιά και μάτια κίτρινα, σαν του γερακιού.
«Λοιπόν, τι περιμένετε;» τους φώναξε. «Ο καθένας να σταθεί δίπλα σ' ένα σκουπόξυλο. Εμπρός, γρήγορα!»
Ο Χάρι έριξε μια εξεταστική ματιά στο σκουπόξυλο του. Ήταν παλιό και μερικά απ' τα λεπτά κλαδιά που το αποτελούσαν, είχαν φύγει απ' τη θέση τους.
«Τεντώστε το δεξιό σας χέρι επάνω απ' το σκουπόξυλο σας και πείτε "Επάνω"!» είπε η κυρία Χουτς.
«Επάνω!» φώναξαν όλοι.
Το σκουπόξυλο του Χάρι πετάχτηκε αμέσως στον αέρα κι ήρθε να σταθεί κάτω απ' το τεντωμένο χέρι του, αλλά ήταν ένα απ' τα λίγα που το έκαναν. Το σκουπόξυλο της Ερμιόνης το μόνο που έκανε, ήταν να κυλήσει στο χώμα, ενώ αυτό του Νέβιλ δεν κουνήθηκε καθόλου. Ίσως τα σκουπόξυλα, όπως και τα άλογα, να καταλαβαίνουν ποιος τα φοβάται, σκέφτηκε ο Χάρι. Γιατί η τρεμούλα στη φωνή του Νέβιλ έδειχνε καθαρά πόσο πολύ θα προτιμούσε να κρατήσει και τα δυο του πόδια σταθερά στη γη.
Μετά η κυρία Χουτς τους έδειξε πώς να καβαλικεύουν τα σκουπόξυλα τους χωρίς να γλιστρούν απ' την πίσω τους άκρη. Μάλιστα άρχισε να προχωρεί ανάμεσα τους διορθώνοντας τον τρόπο που τα κρατούσαν. Ο Χάρι κι ο Ρον ενθουσιάστηκαν, όταν την άκουσαν να λέει στον Μαλφόι πως κρατούσε το σκουπόξυλό του με τον πιο ηλίθιο τρόπο.
«Τώρα, όταν θ' ακούσετε τη σφυρίχτρα μου, θα κλοτσήσετε δυνατά το χώμα», είπε κατόπιν η κυρία Χουτς. «Κρατάτε τα σκουπόξυλα σε ίσια γραμμή, σηκωθείτε στον αέρα όχι περισσότερο από δυο-τρία μέτρα και μετά προσγειωθείτε, σκύβοντας ελαφρά μπροστά. Λοιπόν, μόλις ακούσετε τη σφυρίχτρα μου. Τρία... δυο... ένα...»
Ο Νέβιλ όμως, νευρικός και φοβισμένος μήπως τελικά, δεν τα καταφέρει ν' απογειωθεί, κλότσησε πριν η σφυρίχτρα φτάσει στο στόμα της κυρίας Χουτς.
«Γύρνα πίσω, μικρέ!» του φώναξε η καθηγήτρια.
Αλλά ο Νέβιλ υψωνόταν κιόλας στον αέρα, ίσια πάνω, σαν φελός από σαμπάνια. Ο Χάρι είδε το χλομό και φοβισμένο πρόσωπο του να κοιτάζει το έδαφος που απομακρυνόταν. Ύστερα τον άκουσε να βγάζει μια κραυγή, να γλιστρά στο πλάι του σκουπόξυλου και.,.μπαμ!
Ένας γδούπος ακούστηκε κι ο Νέβιλ βρέθηκε μπρούμυτα στο γρασίδι. Το σκουπόξυλό του, όμως, συνέχισε να αιωρείται στον αέρα και μετά από μια αργή στροφή, άρχισε να πετά προς τη μεριά του απαγορευμένου δάσους.
Η κυρία Χουτς ήταν τώρα σκυμμένη πάνω απ' τον Νέβιλ και το πρόσωπο της ήταν τόσο χλομό, όσο και το δικό του.
«Σπασμένος καρπός...» την άκουσε ο Χάρι να μουρμουρίζει. «Έλα, μικρέ... καλά είσαι... Προσπάθησε τώρα να σηκωθείς». Κατόπιν γύρισε στα υπόλοιπα παιδιά. «Κανένας δε θα κουνηθεί, ώσπου να πάω αυτό το παιδί στο νοσοκομείο», τους είπε. «Και μην τολμήσετε ν' αγγίξετε αυτά τα σκουπόξυλα, γιατί θα σας αποβάλω απ' το "Χόγκουαρτς" προτού προλάβετε να πείτε "κουίντιτς". Έλα, μικρέ...»
Ο Νέβιλ, με τα μάτια του να τρέχουν δάκρυα και κρατώντας με το ένα του χέρι τον καρπό του άλλου, έφυγε με την κυρία Χουτς, που τον είχε αγκαλιάσει προστατευτικά απ' τους ώμους του.
Μόλις οι δυο τους απομακρύνθηκαν τόσο ώστε η καθηγήτρια να μην μπορεί ν' ακούσει, ο Μαλφόι ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
«Ο χαζός!» είπε. «Είδατε τα μούτρα του;»
Τα άλλα παιδιά απ' το Σλίθεριν γέλασαν με το σχόλιο του.
«Βγάλε το σκασμό, Μαλφόι!» φώναξε η Παρβάτι Πάτιλ.
«Μπα! Υπερασπίζεσαι τον Νέβιλ Λονγκμπότομ;» ρώτησε κοροϊδευτικά η Πάνσι Πάρκινσον, ένα αυθάδικο κορίτσι από το Σλίθεριν. «Δεν το περίμενα από σένα, Παρβάτι, να συμπαθείς τα κλαψιάρικα μωρά...»
«Για δείτε εδώ!» φώναξε ο Μαλφόι και, σκύβοντας, σήκωσε κάτι γυαλιστερό απ' το γρασίδι. «Είναι αυτό το χαζό πράμα που έστειλε η γιαγιά του στον Λονγκμπότομ!»
Ήταν η μπάλα της μνήμης, η οποία γυάλιζε δυνατά στον ήλιο καθώς ο Μαλφόι τη σήκωνε ψηλά.
«Φέρ' την εδώ, Μαλφόι», είπε ήρεμα ο Χάρι.