Выбрать главу

«Ο Πέρσι!» ψιθύρισε ο Ρον, τραβώντας τον Χάρι πίσω από το πέτρινο άγαλμα ενός μεγάλου λιονταριού με φτερά.·

Κρυφοκοιτάζοντας όμως πίσω απ' το άγαλμα, τα δυο παιδιά είδαν όχι τον Πέρσι, αλλά τον καθηγητή Σνέιπ να πλησιάζει. Διέσχισε βιαστικά το διάδρομο και χάθηκε γρήγορα απ' τα μάτια τους.

«Τι γυρεύει εδώ;» ρώτησε ψιθυριστά ο Χάρι τον Ρον. «Γιατί δεν είναι κι αυτός στα υπόγεια, μαζί με τους άλλους καθηγητές;»

«Πού να ξέρω;»

Στις μύτες των ποδιών τους, ο Χάρι κι ο Ρον άρχισαν να διασχίζουν αθόρυβα το διάδρομο, ακολουθώντας τον Σνέιπ, που όλο και απομακρυνόταν.

«Πάει για το τρίτο πάτωμα», ψιθύρισε ο Χάρι, αλλά ο Ρον σήκωσε το χέρι του για να τον κάνει να σταματήσει.

«Σου μυρίζει κάτι;» τον ρώτησε.

Ο Χάρι πήρε μια-δυο βαθιές αναπνοές και μια απαίσια μυρωδιά ήρθε στα ρουθούνια του- ένας συνδυασμός από βρόμικες κάλτσες και δημόσιες τουαλέτες, απ' αυτές που δεν καθαρίζονται ποτέ.

Και σχεδόν αμέσως το άκουσαν κι οι δυο: ένα σιγανό μουγκρητό και το αργό σύρσιμο από τεράστιες πατούσες. Ο Ρον έδειξε σιωπηλός με το τεντωμένο χέρι του: στο τέλος του διαδρόμου κι από τ' αριστερά, κάτι τεράστιο ερχόταν προς το μέρος τους. Τα δυο παιδιά στριμώχτηκαν περισσότερο στο σκοτεινό τοίχο και συνέχισαν να κοιτάζουν. Το τεράστιο πλάσμα φάνηκε καθαρά σ' ένα κομμάτι του διαδρόμου που το έλουζε το φως του φεγγαριού.

Το θέαμα ήταν κάτι περισσότερο από τρομακτικό — ήταν φρικτό! Ψηλός ίσαμε έξι μέτρα, με δέρμα σαν του γρανίτη, ο ορεινός καλλικάντζαρος είχε σώμα χοντροκομμένο κι ένα μικρό κεφάλι κολλημένο απευθείας σ' αυτό, χωρίς καθόλου λαιμό. Τα πόδια του ήταν κοντά αλλά χοντρά, σαν κορμοί δέντρων. Η μυρωδιά που ανάδινε ήταν αληθινά ανυπόφορη. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα χοντρό ρόπαλο, το οποίο σερνόταν στο πάτωμα — τόσο μακριά ήταν τα μπράτσα του!

Ο καλλικάντζαρος σταμάτησε δίπλα σε μια ανοιχτή πόρτα και κοίταξε μέσα. Κούνησε μερικές φορές τα πεταχτά αφτιά του, ενώ προσπαθούσε να πάρει μιαν απόφαση με το μικροσκοπικό μυαλό του. Μετά μπήκε με συρτά 6ήματα μέσα.

«Το κλειδί είναι στην κλειδαριά», ψιθύρισε ο Χάρι. «Μπορούμε να τον κλειδώσουμε μέσα».

«Καλή ιδέα», είπε ο Ρον, με φωνή που έτρεμε λίγο.

Στις μύτες των ποδιών και με τα στόματα τους ξερά από το φόβο, τα δυο παιδιά άρχισαν να πλησιάζουν την ανοιχτή πόρτα, παρακαλώντας σιωπηλά να μην έρθει στον καλλικάντζαρο καμιά ιδέα να βγει πάλι έξω. Όταν έφτασαν κοντά στην πόρτα, ο Χάρι έκανε ένα μεγάλο πήδημα μπροστά, άρπαξε το χερούλι της πόρτας, την έκλεισε με δύναμη και γύρισε το κλειδί.

«Ζήτω!» φώναξαν κι οι δυο μαζί.

Κατόπιν άρχισαν να τρέχουν προς την άλλη πλευρά του διαδρόμου. Δεν είχαν όμως προλάβει να κάνουν παρά μερικά βήματα, και τους σταμάτησε μια δυνατή, κοριτσίστικη κραυγή! Και φαινόταν να έρχεται ακριβώς απ' την αίθουσα που μόλις είχαν διπλοκλειδώσει.

«Α, όχι!» είπε ο Ρον, χλομός σαν τον Ματωμένο Βαρόνο.

«Η τουαλέτα των κοριτσιών!» ψιθύρισε με φρίκη ο Χάρι.

«Η Ερμιόνη!» φώναξαν κατόπιν κι οι δυο μαζί.

Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν να κάνουν, αλλά δε γινόταν διαφορετικά... Τρέχοντας, ξαναγύρισαν στο σημείο απ' όπου είχαν ξεκινήσει. Με χέρια που έτρεμαν, ο Χάρι γύρισε το κλειδί κι άνοιξε την πόρτα.

Στον απέναντι τοίχο στεκόταν η Ερμιόνη Γκρέιντζερ, έτοιμη να λιποθυμήσει. Ο καλλικάντζαρος προχωρούσε αργά προς το μέρος της, στριφογυρίζοντας το ρόπαλο του και σπάζοντας τους νιπτήρες στο πέρασμα του.

«Να τον μπερδέψουμε!» φώναξε ο Χάρι στον Ρον.

Κι αρπάζοντας μια βρύση, την πέταξε με δύναμη στον απέναντι τοίχο.

Ο καλλικάντζαρος σταμάτησε μερικά μέτρα πριν από την Ερμιόνη. Είχε ακούσει το θόρυβο και γύριζε αργά προς τα πίσω, ανοιγοκλείνοντας τα μικρά μάτια του, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι τον είχε προκαλέσει. Το βλέμμα του έπεσε πρώτα πάνω στον Χάρι. Άρχισε να προχωρεί προς το μέρος του, σηκώνοντας ταυτόχρονα το χέρι με το ρόπαλο.

«Ε, χαζέ!» φώναξε κοροϊδευτικά ο Ρον απ' την άλλη πλευρά της αίθουσας και του πέταξε με δύναμη ένα κομμάτι σωλήνα, που τον βρήκε στον ώμο. Ο καλλικάντζαρος φάνηκε να μη δίνει σημασία, αλλά άκουσε τη φωνή του Ρον και σταμάτησε γυρίζοντας το άσχημο μουσούδι του προς αυτόν. Έτσι έδωσε καιρό στον Χάρι να τρέξει από την άλλη πλευρά.

«Φύγε! Τρέξε!» φώναξε ταυτόχρονα ο Χάρι στην Ερμιόνη, αλλά εκείνη ήταν τόσο τρομοκρατημένη, που δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Οι δυνατές φωνές κι η ηχώ τους μέσα στη μεγάλη αίθουσα, άρχισαν να τρελαίνουν τον καλλικάντζαρο. Ουρλιάζοντας, άρχισε να στριφογυρίζει, ώσπου το βλέμμα του έπεσε πάλι στον Ρον, ο οποίος ήταν πιο κοντά του και δεν μπορούσε να ξεφύγει από πουθενά.