Ο Χάρι έπαιζε με πιόνια που του είχε δανείσει ο Σίμους Μίλιγκαν κι επειδή αυτά τα πιόνια δεν τον ήξεραν, δεν τον εμπιστεύονταν καθόλου. Καθώς μάλιστα δεν ήξερε ακόμη να παίζει καλά, τα πιόνια τού φώναζαν συνέχεια διάφορες συμβουλές: «Μη στέλνεις εμένα εκεί, δε βλέπεις τον ιππότη του; Στείλε καλύτερα αυτόν. Αυτόν μπορούμε να τον χάσουμε!»
Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Χάρι αποκοιμήθηκε περιμένοντας με λαχτάρα την άλλη μέρα, όχι τόσο για τα δώρα που θα έπαιρνε — σιγά μην του έστελνε κανείς —, όσο για τα ωραία φαγητά και γλυκά που θα υπήρχαν και τις ευχάριστες ώρες που θα περνούσε με τον Ρον. Ξυπνώντας όμως το άλλο πρωί, το πρώτο που είδε, ήταν ένας μικρός σωρός από πολύχρωμα πακέτα στα πόδια του κρεβατιού του.
«Καλά Χριστούγεννα», του είπε νυσταγμένα ο Ρον, καθώς ο Χάρι πετάχτηκε απ' το κρεβάτι κι άρχισε να φορά τη ρόμπα του.
«Καλά Χριστούγεννα», αποκρίθηκε εκείνος. «Είδες τι είναι εδώ; Μου 'φεραν δώρα!»
«Και τι περίμενες, ραπανάκια;» ρώτησε ο Ρον, αρχίζοντας να ξετυλίγει τα δικά του δώρα, που ήταν περισσότερα.
Ο Χάρι πήρε στα χέρια του το πιο μεγάλο πακέτο. Ήταν τυλιγμένο σε χοντρό καφέ χαρτί κι επάνω του ήταν Βιαστικά γραμμένο Πα τον Χάρι από τον Χάγκριντ. Μέσα ήταν μια ξύλινη φλογέρα, σκαλισμένη πάνω σε κλαδί, την οποία ο Χάγκριντ πρέπει να είχε φτιάξει μόνος του. Ο Χάρι την έφερε στο στόμα του, φύσηξε κι ο ήχος που βγήκε, έμοιαζε μ' αυτόν της κουκουβάγιας.
Το δεύτερο, ένα πολύ μικρό πακέτο, περιείχε ένα σημείωμα.
Πήραμε το μήνυμα σου και σου στέλνουμε το χριστουγεννιάτικο δώρο σου.
Επάνω στο χαρτί ένα νόμισμα των πενήντα σεντς ήταν στερεωμένο με σελοτέιπ.
«Πάλι καλά!» μουρμούρισε ο Χάρι.
Ο Ρον κοίταξε το νόμισμα μ' απορία.
«Απίθανο!» είπε. «Τι περίεργο σχήμα! Έχει αλήθεια αξία;»
«Σ' το χαρίζω», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Λοιπόν, δώρα από τον Χάγκριντ... το θείο και τη θεία μου... Τότε ποιος έστειλε αυτά;»
«Νομίζω πως ξέρω ποιος σου τα 'στείλε», είπε ο Ρον κοκκινίζοντας. «Είναι από τη μαμά μου. Της είπα πως δεν περίμενες δώρα και... Αχ, Θεέ μου, σου έπλεξε ένα πουλόβερ!»
Ο Χάρι άνοιξε το κακοτυλιγμένο πακέτο και βρήκε μέσα ένα καταπράσινο πουλόβερ κι ένα μακρόστενο κέικ σοκολάτας.
«Κάθε χρόνο η μαμά πλέκει σ' όλους μας από ένα πουλόβερ», του εξήγησε ο Ρον. «Και το δικό μου είναι πάντα καφέ!»
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους της», είπε ο Χάρι, δοκιμάζοντας το κέικ, που ήταν πολύ νόστιμο.
Το επόμενο δώρο του ήταν κι αυτό γλυκά: ένα μεγάλο κουτί σοκολατένιοι βάτραχοι από την Ερμιόνη.
Τώρα μόνο ένα δώρο είχε μείνει. Ο Χάρι το πήρε στα χέρια του και το πασπάτεψε. Ήταν πολύ ελαφρύ. Καθώς το ξετύλιγε, κάτι σαν ύφασμα, σε χρώμα ανάμεσα στο γκρίζο και το ασημένιο, γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλα του κι έπεσε κάτω, αποκαλύπτοντας ένα σωρό γυαλιστερές πτυχές. Κοιτάζοντας το, ο Ρον ένιωσε να του κόβεται η ανάσα.
«Έχω ακούσει γι' αυτά», είπε, πετώντας αδιάφορα πιο πέρα το κουτί με τα φασόλια σ' όλες τις γεύσεις που του είχε χαρίσει η Ερμιόνη. «Κι αν πραγματικά είναι αυτό που νομίζω, τότε είναι πολύ ακριβό κι αληθινά πολύτιμο!»
«Μα τι είναι;» ρώτησε ο Χάρι, παίρνοντας το παράξενο αντικείμενο στα χέρια του. Η αφή του ήταν μεταλλική, κάτι σαν νερό που είχε γίνει ύφασμα.
«Είναι ένας αόρατος μανδύας!» αποκρίθηκε ο Ρον, με το θαυμασμό ακόμη ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. «Είμαι σίγουρος πως αυτό είναι... Δοκίμασε το!»
Ο Χάρι τύλιξε το μανδύα γύρω του Κι ο Ρον άφησε να του ξεφύγει μια κραυγή.
«Αυτό είναι! Κοίτα κάτω!»
Ο Χάρι κοίταξε τα πόδια του, αλλά είχαν εξαφανιστεί. Γύρισε αμέσως στον καθρέφτη και, ναι, μόνο το κεφάλι του φαινόταν — ολόκληρο το σώμα του είχε γίνει αόρατο. Κι όταν τράβηξε το μανδύα προς το κεφάλι του, τότε εξαφανίστηκε κι αυτό.
«Ένα σημείωμα!» φώναξε ξαφνικά ο Ρον. «Από μέσα έπεσε ένα σημείωμα...»
Ο Χάρι έβγαλε το μανδύα κι άρπαξε το κομμάτι το χαρτί. Με λεπτό και πλαγιαστό γραφικό χαρακτήρα, που έβλεπε για πρώτη φορά, διάβασε τα παρακάτω:
Ο πατέρας σον μου έδωσε να το φυλάξω πριν απ' το θάνατο του. Ήρθε τώρα η ώρα να ξαναγυρίσει σε σένα. Χρησιμοποίησε το σωστά.
Καλά Χριστούγεννα
Δεν υπήρχε υπογραφή. Ο Χάρι συνέχισε να κοιτάζει το σημείωμα, ενώ ο Ρον θαύμαζε το μανδύα.
«Θα έδινα και την ψυχή μου για ένα τέτοιο!» είπε ο Ρον. «Αληθινά το λέω! Τι τρέχει με σένα;»
«Τίποτα», αποκρίθηκε ο Χάρι. Ένιωθε όμως πολύ παράξενα. Ποιος του είχε στείλει τον αόρατο μανδύα; Και ήταν, άραγε, αλήθεια πως κάποτε ανήκε στον πατέρα του;
Προτού όμως ο Χάρι προλάβει είτε να σκεφτεί είτε να πει κάτι, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και οι Ουέσλι — ο Φρεντ και ο Τζορτζ— μπήκαν μέσα. Βιαστικά, ο Χάρι έχωσε το μανδύα στη βαλίτσα του. Δεν ήθελε ακόμη να μοιραστεί το μυστικό του με κανέναν.