«Καλά Χριστούγεννα!» φώναξαν οι δίδυμοι.
«Καλά Χριστούγεννα! Για δείτε εδώ, η μαμά έπλεξε πουλόβερ και στον Χάρι!»
Ο Φρεντ κι ο Τζορτζ φορούσαν ίδια πουλόβερ, σε ζωηρό μπλε χρώμα, το ένα με κίτρινο Φ στο στήθος, το άλλο με Τζ.
«Του Χάρι το πουλόβερ είναι καλύτερο απ' τα δικά μας», είπε ο Φρεντ εξετάζοντας το. «Φαίνεται πως η μαμά τα καταφέρνει καλύτερα, όταν δεν πλέκει για δικό της γιο...»
«Γιατί δε φοράς το δικό σου πουλόβερ, Ρον;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Εμπρός, φόρεσε το, είναι πολύ ζεστό».
«Δε μ' αρέσει το καφέ», παραπονέθηκε ο Ρον, ενώ το φορούσε απρόθυμα.
«Δεν έχει βάλει αρχικό γράμμα στο δικό σου πουλόβερ», παρατήρησε ο Φρεντ. «Φαίνεται η μαμά είναι σίγουρη πως δεν ξεχνάς τ' όνομα σου...»
«Τι είναι αυτή η φασαρία;»
Από τη μισάνοιχτη πόρτα, ο Πέρσι Ουέσλι, ο επιμελητής, έβαλε το κεφάλι του μέσα. Πρέπει να είχε μόλις ξετυλίξει τα δικά του δώρα, γιατί κρατούσε στα χέρια του ένα χοντρό πουλόβερ.
«Με το Ε, όπως επιμελητής!» φώναξε ο Φρεντ αρπάζοντας το. «Φόρεσε το, λοιπόν. Κι εμείς φοράμε τα δικά μας. Η μαμά έπλεξε πουλόβερ και για τον Χάρι!»
«Δε θέλω...» άρχισε ο Πέρσι, αλλά τα αδέλφια του του φόρεσαν το πουλόβερ με το ζόρι.
«Πάμε τώρα για πρωινό!» είπε ο Τζορτζ. «Κι εσύ, Πέρσι, δε θα καθίσεις με τους επιμελητές. Σήμερα είναι η μέρα της οικογένειας!» Σ' όλη του τη ζωή, ο Χάρι δεν είχε ποτέ ξαναδεί ένα τόσο πλούσιο χριστουγεννιάτικο δείπνο. Τα μεγάλα τραπέζια ήταν φορτωμένα με περισσότερες από εκατό ψητές γαλοπούλες, βουνά από ψητό του φούρνου με πατάτες, Βαθιές σουπιέρες με βραστά καρότα και αρακά, δοχεία με νόστιμη σάλτσα, δίσκους με λαχταριστές πουτίγκες και ολόκληρες πυραμίδες από χρυσά πορτοκάλια και μανταρίνια, κατακόκκινα μήλα και κατακίτρινες μπανάνες.
Στο μεγάλο τραπέζι, όπου καθόταν το διδακτικό προσωπικό, ο καθηγητής Ντάμπλντορ είχε αλλάξει το μυτερό καπέλο του μ' ένα γυναικείο σκούφο, στολισμένο με μαργαρίτες, και γελούσε καλόκαρδα με τ' αστεία που του έλεγε ο καθηγητής Φλίτγουικ. Το πρόσωπο του Χάγκριντ γινόταν όλο και πιο κόκκινο, καθώς άδειαζε συνεχώς την κούπα του κρασιού του, η οποία γέμιζε αμέσως μόνη της. Σε Λίγο, εντελώς μεθυσμένος, ο Χάγκριντ φίλησε στο μάγουλο την καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, που γέλασε κολακευμένη, με το μυτερό καπέλο της να γέρνει επικίνδυνα πάνω από το ένα της φρύδι.
Δίπλα στο πιάτο κάθε παιδιού ήταν τοποθετημένα κι άλλα δώρα. Όταν ο Χάρι σηκώθηκε απ' το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ήταν φορτωμένος μ' ένα πακέτο μπαλόνια που δε σκάνε, μια συσκευή που βγάζει τις κρεατοελιές και το δικό του μαγικό σκάκι.
Το απόγευμα ο Χάρι και τα τρία αδέλφια Ουέσλι πέρασαν δυο ευχάριστες ώρες παίζοντας χιονοπόλεμο έξω από το κάστρο. Παγωμένοι, λαχανιασμένοι και με κατακόκκινα πρόσωπα, ξαναγύρισαν το σούρουπο στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ. Εκεί ο Χάρι εγκαινίασε το καινούριο μαγικό σκάκι του, παίζοντας με τον Ρον. Έχασε όλες τις παρτίδες. Είχε, όμως, την υποψία πως θα είχε κερδίσει μία τουλάχιστον, αν ο Πέρσι δεν είχε προσπαθήσει τόσες φορές να τον βοηθήσει.
Μετά από ένα πρόχειρο δείπνο με σάντουιτς γαλοπούλας και κέικ, όλοι ένιωθαν πια χορτάτοι και νυσταγμένοι. Οι περισσότεροι πήγαν αμέσως στα κρεβάτια τους, αλλά ο Χάρι κι ο Σίμους Μίλιγκαν διασκέδασαν παρακολουθώντας τον επιμελητή Πέρσι να κυνηγά στους διαδρόμους του Γκρίφιντορ τα δυο δίδυμα αδέλφια του, για να πάρει πίσω την κάρτα του επιμελητή που του είχαν κλέψει.
Για τον Χάρι αυτά ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής του. Παρ' όλ' αυτά κάτι τον βασάνιζε και μόνο όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι, είχε την ευκαιρία να το σκεφθεί, δηλαδή τον αόρατο μανδύα και το ποιος του τον είχε στείλει.
Ο Ρον, κουρασμένος και με το στομάχι του γεμάτο, αποκοιμήθηκε αμέσως μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Τότε ο Χάρι έσκυψε και τράβηξε κάτω από το δικό του κρεβάτι τον αόρατο μανδύα.
Ήταν του πατέρα του... Αυτός ο μαγικός μανδύας ανήκε κάποτε στον πατέρα του... Μηχανικά, χάιδεψε με τα δάχτυλα του το παράξενο, γυαλιστερό ύφασμα, που ήταν πιο απαλό από το μετάξι και πιο ελαφρό από τον αέρα. Χρησιμοποίησε τον σωστά, έγραφε το σημείωμα.
Η επιθυμία του να τον δοκιμάσει τώρα αμέσως ήταν πολύ δυνατή. Ο Χάρι γλίστρησε απ' το κρεβάτι και τύλιξε το μανδύα γύρω του. Μετά κοίταξε κάτω, εκεί όπου έπρεπε να είναι τα πόδια του, όμως το μόνο που είδε, ήταν το ασημένιο φως του φεγγαριού. Το συναίσθημα ήταν πραγματικά πολύ περίεργο.
Χρησιμοποίησε τον σωστά.
Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του Χάρι, διώχνοντας κάθε ίχνος νύστας. Ολόκληρο το «Χόγκουαρτς» ήταν τώρα ανοιχτό γι' αυτόν, χάρη σ' αυτόν το μανδύα! Μπορούσε να πάει όπου ήθελε, γιατί απλούστατα ήταν αόρατος· αόρατος ακόμη και για το φόβο και τρόμο του «Χόγκουαρτς»: τον επιστάτη Φιλτς!