Έμοιαζε με αίθουσα μαθημάτων που είχε από καιρό να χρησιμοποιηθεί. Θρανία και καρέκλες ήταν σπρωγμένα κοντά στους τοίχους κι ανεβασμένα το ένα επάνω στο άλλο. Ένα αναποδογυρισμένο καλάθι αχρήστων ήταν πεταγμένο σε μια γωνιά. Όμως στον τοίχο απέναντι του ήταν κρεμασμένο κάτι το οποίο φαινόταν να μην ν' ανήκει σ' αυτό το δωμάτιο, κάτι το οποίο πρέπει να είχε αφεθεί εκεί για να μην πιάνει αλλού χώρο.
Ήταν ένας τεράστιος κι εντυπωσιακός καθρέφτης, ψηλός ίσαμε το ταβάνι, με μια χρυσή σκαλιστή κορνίζα γύρω γύρω, ο οποίος στηριζόταν επάνω σε δυο σκαλιστά ξύλινα πόδια. Στο επάνω μέρος του καθρέφτη ήταν χαραγμένη μια επιγραφή: Έριζεντ στρα ερόι όπ ούμπε κάφρου όπ ον βόζι.
Τώρα που ο Σνέιπ κι ο Φιλτς δεν ακούγονταν πια, ο πανικός του Χάρι καταλάγιασε. Έκανε λοιπόν ένα βήμα προς τον καθρέφτη, θέλοντας να τον κοιτάξει Ήταν σίγουρος πως δε θα έβλεπε το είδωλο του, αφού ο μανδύας τον έκανε αόρατο.
Όταν όμως τελικά κοίταξε, έφερε αμέσως και τα δυο χέρια μπροστά στο στόμα του, για να εμποδίσει την τρομαγμένη κραυγή που ανέβηκε αυθόρμητα στα χείλη του. Γιατί στον καθρέφτη είδε όχι μονάχα τον εαυτό του, αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους να τον τριγυρίζουν! Βιαστικά, ο Χάρι κοίταξε πίσω. Το δωμάτιο ήταν άδειο.
Με την ανάσα κομμένη, κοίταξε πάλι στον καθρέφτη. Να τος ο εαυτός του, χλομός και τρομαγμένος, ενώ πίσω του φαίνονταν τουλάχιστον άλλοι δέκα άνθρωποι. Ο Χάρι κοίταξε πάλι γρήγορα πίσω του. Το δωμάτιο ήταν και πάλι άδειο.
Μήπως οι άνθρωποι που έβλεπε στον καθρέφτη ήταν αόρατοι, όπως κι εκείνος; Μήπως, δηλαδή, βρισκόταν σ' ένα δωμάτιο γεμάτο αόρατους ανθρώπους που μόνο ο καθρέφτης έδειχνε;
Ο Χάρι κοίταξε πάλι στον καθρέφτη. Μια γυναίκα, η οποία στεκόταν ακριβώς πίσω του, χαμογελούσε και του κουνούσε το χέρι. Αμέσως εκείνος άπλωσε το χέρι του προς τα πίσω, αλλά δεν ακούμπησε τίποτα. Αν αυτή η γυναίκα βρισκόταν πραγματικά μέσα στο δωμάτιο, θα πρέπει να την άγγιζε, γιατί οι εικόνες τους στον καθρέφτη φαίνονταν πολύ κοντά η μία στην άλλη. Δεν είχε, όμως, αγγίξει τίποτα. Αυτό σήμαινε πως η γυναίκα, όπως κι όλοι οι άλλοι, βρίσκονταν μόνο στον καθρέφτη.
Η γυναίκα που του χαμογελούσε, ήταν πολύ όμορφη. Είχε πυκνά και σκούρα κόκκινα μαλλιά και τα μάτια της... Τα μάτια της είναι ίδια με τα δικά μου, σκέφτηκε ο Χάρι, καθώς πλησίαζε πιο κοντά στον καθρέφτη. Ζωηρά πράσινα ήταν τα μάτια της, ακριβώς το ίδιο χρώμα και σχήμα με τα δικά του. Ξαφνικά, όμως, ο Χάρι πρόσεξε πως τα μάτια της γυναίκας ήταν δακρυσμένα. Ναι, του χαμογελούσε, αλλά ταυτόχρονα έκλαιγε! Κι ο ψηλός, αδύνατος άντρας με τα μαύρα μαλλιά, που στεκόταν δίπλα της, έβαλε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της, σαν να ήθελε να την παρηγορήσει... Ο μελαχρινός άντρας φορούσε γυαλιά και τα μαλλιά του ήταν ακατάστατα, όπως ακριβώς και του Χάρι, και μάλιστα στο ίδιο ακριβώς μέρος του κεφαλιού με αυτό του Χάρι!
Ο Χάρι στεκόταν τώρα τόσο κονιά στον καθρέφτη, που η μύτη του σχεδόν άγγιζε την εικόνα του.
«Μαμά;» ψιθύρισε. «Μπαμπά;»
Η γυναίκα και ο άντρας συνέχισαν να τον κοιτάζουν χαμογελώντας. Σε λίγο ο Χάρι άρχισε να προσέχει και τ' άλλα πρόσωπα που ήταν στον καθρέφτη. Είδε κι άλλα μάτια σαν τα δικά του, κι άλλες μύτες σαν τη δική του, κι άλλα μαλλιά σαν τα δικά του. Είδε κι ένα γέρο με γυαλιά, που έμοιαζε να έχει τα ίδια γόνατα με αυτόν — κοκαλιάρικα! Κατάλαβε τότε πως έβλεπε την οικογένεια του, για πρώτη φορά στη ζωή του.
Οι Πότερ συνέχισαν να του χαμογελούν και να του κουνούν τα χέρια τους. Εκείνος τους κοίταζε με λαχτάρα, με τις παλάμες του ακουμπισμένες στον καθρέφτη, λες και προσπαθούσε να τους αγγίξει. Μέσα του ένιωθε ένα δυνατό αλλά και παράξενο συναίσθημα: χαρμολύπη, δηλαδή χαρά ανάμικτη με λύπη.
Ο Χάρι δεν είχε ιδέα πόση ώρα στάθηκε έτσι. Τα πρόσωπα στον καθρέφτη συνέχιζαν να τον κοιτάζουν. Ξάφνου ένας μακρινός θόρυβος τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Κατάλαβε τότε πως έπρεπε να φύγει από κει το συντομότερο δυνατό. Έπρεπε να γυρίσει στο δωμάτιο του. Έτσι τράβηξε με δυσκολία τα μάτια του από το πρόσωπο της μητέρας του, ψιθύρισε «θα ξανάρθω» και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. «Θα 'πρεπε να με είχες ξυπνήσει!» είπε νευριασμένος ο Ρον, όταν ο Χάρι τού διηγήθηκε τη νυχτερινή του περιπέτεια.
«Μπορείς να 'ρθεις απόψε», τον καθησύχασε εκείνος. «Θα ξαναπάω και θέλω πολύ να σου δείξω τον καθρέφτη».
«Θέλω πολύ να δω τους γονείς σου», είπε τότε ο Ρον.
«Κι εγώ θέλω να δω όλους τους Ουέσλι», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Θα μπορέσεις να μου δείξεις τον πατέρα σου και τα άλλα δυο αδέλφια σου;»