Выбрать главу

«Αυτούς μπορείς να τους δεις όποτε θέλεις», του είπε ο Ρον. «Δεν έχεις παρά να κάνεις μια βόλτα από το σπίτι μου το καλοκαίρι που μας έρχεται. Εξάλλου αυτός ο καθρέφτης μπορεί να δείχνει μόνο πεθαμένους... Κρίμα, όμως, που δε βρήκες τίποτα για τον Φλαμέλ. Θέλεις μπέικον, ή κανένα λουκάνικο; Γιατί δεν τρως τίποτα;»

Ο Χάρι, όμως, δεν είχε καθόλου όρεξη για φαγητό. Είχε δει τους γονείς του κι απόψε θα τους ξανάβλεπε πάλι. Είχε σχεδόν ξεχάσει τον Νίκολας Φλαμέλ. Το όλο ζήτημα του φαινόταν τώρα ασήμαντο. Ποιος νοιαζόταν για το τι φύλαγε το σκυλί με τα τρία κεφάλια; Τι σημασία είχε αν θα το έκλεβε ο καθηγητής Σνέιπ;

«Αισθάνεσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχος ο Ρον. «Έχεις περίεργο ύφος...» Αυτό που ο Χάρι φοβόταν περισσότερο απ' όλα, ήταν πως δε θα μπορούσε να ξαναβρεί το δωμάτιο με τον καθρέφτη. Εξάλλου, με τον Ρον τυλιγμένο μαζί του στον αόρατο μανδύα, έπρεπε να προχωρούν πολύ αργά εκείνο το βράδυ. Ξεκινώντας από την πόρτα της βιβλιοθήκης, προσπάθησαν να ξανακάνουν την ίδια διαδρομή που είχε κάνει ο Χάρι το προηγούμενο βράδυ. Δεν έφτασαν όμως πουθενά, με αποτέλεσμα να τριγυρίζουν στους σκοτεινούς διαδρόμους για περισσότερο από μια ώρα.

«Έχω παγώσει», είπε κάποια στιγμή ο Ρον. «Ας το ξεχάσουμε γι' απόψε και ας γυρίσουμε στο δωμάτιο μας».

«Όχι!» ψιθύρισε ο Χάρι. «Είμαι σίγουρος πως κάπου εδώ βρίσκεται».

Σε λίγο πέρασαν δίπλα από το φάντασμα μιας ψηλής μάγισσας, χωρίς όμως να συναντήσουν τίποτ' άλλο παράξενο. Κι ακριβώς τη στιγμή που ο Ρον άρχισε να λέει πως δεν ένιωθε πια τα πόδια του απ' το κρύο, ο Χάρι είδε την ψηλή πανοπλία.

«Εδώ είναι!» είπε. «Ναι, εδώ...»

Κι οι δυο μαζί άνοιξαν την πόρτα και γλίστρησαν μέσα. Ο Χάρι άφησε τον αόρατο μανδύα να πέσει κι έτρεξε στον καθρέφτη.

Κι αμέσως τους είδε πάλι όλους. Η μητέρα του κι ο πατέρας του χαμογέλασαν βλέποντας τον.

«Βλέπεις;» ψιθύρισε με χαρά στον Ρον.

«Δεν μπορώ να δω τίποτα...»

«Κοίτα! Δεν τους Βλέπεις... εκεί... όλους μαζί;»

«Μόνο εσένα Βλέπω».

«Κοίταξε καλά. Έλα να σταθείς εδώ, μπροστά μου...»

Ο Χάρι παραμέρισε, όμως καθώς ήταν ο Ρον εκείνος που στεκόταν τώρα μπροστά στον καθρέφτη, ο Χάρι δεν μπορούσε πια να Βλέπει την οικογένεια του. Το μόνο που έβλεπε, ήταν η εικόνα του Ρον με τις ριγέ πιτζάμες του.

Ο Ρον, όμως, κοιτούσε στον καθρέφτη και τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα απ' την έκπληξη.

«Κοίταξε με!» είπε στον Χάρι.

«Μπορείς να δεις όλη την οικογένεια σου;» τον ρώτησε ο Χάρι.

«Όχι. Μόνο εμένα... αλλά είμαι διαφορετικός... πιο μεγάλος και... είμαι αρχηγός!»

«Τι;»

«Ναι, είμαι... Φοράω την ταυτότητα, όπως άλλοτε ο Μπίλι... Και κρατάω στα χέρια μου το κύπελλο του Γκρίφιντορ και το κύπελλο του κουίντιτς... Είμαι κι αρχηγός της ομάδας του κουίντιτς, δηλαδή...»

Ο Ρον τράβηξε το βλέμμα του από αυτό το υπέροχο θέαμα και ρώτησε τον Χάρι:

«Λες αυτός ο καθρέφτης να δείχνει το μέλλον;»

«Πώς είναι δυνατόν; Αφού κανένας απ' την οικογένεια μου δε ζει πια! Άφησε με να ξανακοιτάξω...»

«Κοίταξες αρκετά χθες το βράδυ... Άφησε εμένα τώρα».

«Μα εσύ κρατάς το κύπελλο του κουίντιτς!» διαμαρτυρήθηκε ο Χάρι. «Τι ενδιαφέρον έχει αυτό; Εγώ θέλω να δω τους γονείς μου!»

«Μη με σπρώχνεις...»

Ένας ξαφνικός θόρυβος έξω στο διάδρομο έβαλε τέλος στην κουβέντα τους. Κι οι δυο δεν είχαν προσέξει το πόσο δυνατά μιλούσαν.

«Έλα! Γρήγορα!»

Ο Ρον τύλιξε το μανδύα γύρω κι από τους δυο τους τη στιγμή που τα φωτεινά μάτια της γάτας, της κυρίας Νόρις, φάνηκαν πίσω από την πόρτα που άνοιγε. Τα δυο παιδιά έμειναν εντελώς ακίνητα, κρατώντας την αναπνοή τους. Το μυαλό τους τριβέλιζε η ίδια ερώτηση. Άραγε ο αόρατος μανδύας ήταν αποτελεσματικός και με τις γάτες; Μετά από μερικές στιγμές, που φάνηκαν και στους δυο σαν αιώνες, η κυρία Νόρις έκανε στροφή κι έφυγε.

«Δεν είμαστε ασφαλείς εδώ», είπε αμέσως ο Ρον. «Μπορεί να πήγε να ειδοποιήσει τον Φιλτς. Καλύτερα να πηγαίνουμε...»

Και τράβηξε βιαστικά τον Χάρι έξω από το δωμάτιο. Την άλλη μέρα το πρωί, το χιόνι δεν είχε λιώσει ακόμη.

«Θέλεις να παίξουμε σκάκι, Χάρι;» ρώτησε ο Ρον.

«Όχι».

«Τότε... γιατί δεν πάμε να κάνουμε μια επίσκεψη στον Χάγκριντ;»

«Όχι... Πήγαινε εσύ...»

«Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, Χάρι. Εκείνον τον καθρέφτη! Μην ξαναπάς εκεί απόψε».

«Γιατί όχι;»

«Δεν ξέρω... Έχω ένα κακό προαίσθημα γι' αυτόν τον καθρέφτη... Κι εξάλλου, αρκετές φορές γλίτωσες στο παρά τρίχα. Απ' ό,τι φαίνεται, ο επιστάτης, η γάτα του κι ο καθηγητής Σνέιπ τριγυρίζουν συνέχεια εκεί. Βέβαια, δεν μπορούν να σε δουν... αλλά αν σ' αγγίξουν; Και τι θα γίνει, αν εσύ σπρώξεις κάτι και πέσει κάτω;»

«Σαν την Ερμιόνη κάνεις», είπε ο Χάρι.

«Σοβαρά μιλάω. Μην πας, Χάρι...»