Ο Χάρι τηγάνιζε τ' αβγά, όταν ο Ντάντλι μπήκε στην κουζίνα μαζί με τη μητέρα του. Ήβη από τώρα, ο Ντάντλι έμοιαζε πολύ στον πατέρα του. Είχε το ίδιο φαρδύ και ροδαλό πρόσωπο, σχεδόν καθόλου λαιμό, μικρά και ξεπλυμένα γαλάζια μάτια και πυκνά, ίσια και ξανθά μαλλιά, που σκέπαζαν ολόκληρο το χοντρό κεφάλι του. Η θεία Πετούνια συχνά έλεγε πως ο Ντάντλι έμοιαζε με μικρό άγγελο. Ο Χάρι, όμως, συχνά σκεφτόταν πως ο Ντάντλι έμοιαζε με γουρούνι που φοράει ξανθιά περούκα.
O Χάρι έΒαλε τα πιάτα με τ' αβγά και το μπέικον στο τραπέζι, κάτι όχι εύκολο, γιατί υπήρχε ελάχιστος ελεύθερος χώρος. Στο μεταξύ ο Ντάντλι είχε μετρήσει τα δώρα του και το πρόσωπο του έδειχνε απογοήτευση.
«Τριάντα έξι», είπε, κοιτάζοντας τον πατέρα και τη μητέρα του. «Δύο λιγότερα από πέρυσι».
«Μα, χρυσό μου, δε μέτρησες το δώρο της θείας Μαρτζ», απάντησε η θεία Πετούνια. «Να το, εδώ είναι, κάτω απ' αυτό το μεγάλο δώρο απ' τη μαμά και τον μπαμπά».
«Καλά, τριάντα εφτά, λοιπόν», είπε ο Ντάντλι. Το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Ο Χάρι, προαισθανόμενος πως σε λίγο έρχεται καταιγίδα, άρχισε να καταπίνει αμάσητα το μπέικον και τ' αβγά του, από φό6ο μήπως ο Ντάντλι αναποδογυρίσει το τραπέζι.
Φαίνεται, όμως, πως κι η θεία Πετούνια είχε μυριστεί τον κίνδυνο, γιατί είπε βιαστικά: «Και θα σου πάρουμε άλλα δύο δώρα, όταν βγούμε αργότερα για ψώνια. Πώς σου φαίνεται αυτό, χρυσό μου; Δύο δώρα ακόμη! Εντάξει;»
O Ντάντλι σκέφθηκε για μια στιγμή, πράγμα ολοφάνερα δύσκολο γι αυτόν. Μετά είπε αργά: «Τότε θα έχω τριάντα... τριάντα...»
«Τριάντα εννέα, άγγελε μου», συμπλήρωσε η θεία Πετούνια.
«Α!» Ο Ντάντλι έπεσε βαρύς στην καρέκλα του κι άρπαξε το πιο κοντινό πακέτο. «Εντάξει, τότε», είπε.
Ο θείος Βέρνον χαμογέλασε. «O μικρός δε θέλει να χάσει καμιά ευκαιρία! Σαν τον μπαμπά του! Μπράβο, Ντάντλι μου!» είπε, ανακατώνοντας τα μαλλιά του γιου του.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο κι η θεία Πετούνια πήγε να το σηκώσει. O θείος Βέρνον κι ο Χάρι παρακολουθούσαν σιωπηλοί τον Ντάντλι να ξεδιπλώνει το σπορ ποδήλατο, μια βιντεοκάμερα, ένα αεροπλάνο με τηλεκοντρόλ, δεκάξι καινούρια παιχνίδια για κομπιούτερ και μιαν αυτόματη φωτογραφική μηχανή. Καθώς έσχιζε το περιτύλιγμα από ένα χρυσό ρολόι, η θεία Πετούνια ξαναγύρισε, δείχνοντας ταυτόχρονα θυμωμένη και ανήσυχη.
«Άσχημα νέα, Βέρνον», είπε στον άντρα της. «Η κυρία Φιγκς έσπασε το πόδι της. Και δεν μπορεί να τον πάρει...» Κι έδειξε τον Χάρι με μια κίνηση του κεφαλιού της.
Στο άκουσμα αυτών των λόγων, το στόμα του Ντάντλι άνοιξε από φρίκη, αλλά η καρδιά του Χάρι αναπήδησε από χαρά. Κάθε χρόνο, στα γενέθλια του Ντάντλι, οι γονείς του τον πήγαιναν μαζί μ' ένα φίλο του να διασκεδάσουν όλη μέρα έξω: πάρκο, ζωολογικό κήπο, χάμπουργκερ και κινηματογράφο. Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα ο Χάρι πήγαινε στον κήπο της κυρίας Φιγκς, μιας μισότρελης γριάς που ζούσε δυο δρόμους παρακάτω. Ο Χάρι μισούσε αυτό το σπίτι, όχι μόνο γιατί μύριζε ολόκληρο βραστό λάχανο, αλλά και γιατί η κυρία Φιγκς τον υποχρέωνε να κοιτάζει συνέχεια τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες απ' όλες τις γάτες που είχε στη ζωή της.
«Και τώρα, τι θα κάνουμε;» φώναξε έξαλλη η θεία Πετούνια, κοιτάζοντας τον Χάρι λες κι αυτός είχε σχεδιάσει το ατύχημα. Ο Χάρι ήξερε πως έπρεπε να λυπάται που η κυρία Φιγκς είχε σπάσει το πόδι της, αλλά αυτό δεν του ήταν καθόλου εύκολο, όταν σκεφτόταν πως θα περνούσε τώρα ένας ολόκληρος χρόνος προτού χρειαστεί να δει πάλι τις φωτογραφίες του Ασπρούλη, του Μαυρούλη, του Γκρίζου και της Πιτσιλωτής.
«Μπορούμε να ζητήσουμε από την αδελφή μου, τη Μαρτζ, να τον κρατήσει», πρότεινε ο θείος Βέρνον.
«Μη λες ανοησίες. Αφού ξέρεις πόσο τον αντιπαθεί».
Οι Ντάρσλι συχνά μιλούσαν για τον Χάρι σαν να μην ήταν μπροστά... ή, μάλλον, σαν να ήταν κάτι το πολύ αηδιαστικό, παραδείγματος χάριν μια σαρανταποδαρούσα που δεν μπορούσε να τους καταλάβει.
«Τότε, αυτή η φίλη σου... η... πώς τη λένε; Η Ιβόν!»
«Είναι διακοπές στη Μαγιόρκα».
«Μπορείτε να μ' αφήσετε εδώ», πρότεινε ο Χάρι, προσπαθώντας να μη δείξει την ελπίδα που πλημμύριζε την καρδιά του (γιατί θα μπορούσε να δει ό,τι ήθελε στην τηλεόραση κι ίσως και να παίξει με το κομπιούτερ του Ντάντλι).
Ακούγοντας τον, το πρόσωπο της θείας Πετούνια πήρε μια έκφραση σαν να είχε δαγκώσει λεμόνι.
«Και να γυρίσω μετά σ' ένα σπίτι άνω-κάτω!» φώναξε.
«Υπόσχομαι να μην το ανατινάξω», είπε πειραγμένος ο Χάρι, αλλά κανείς πια δεν τον πρόσεχε.
«Νομίζω πως μπορούμε να τον πάρουμε μαζί μας στο ζωολογικό κήπο... και να τον αφήσουμε να περιμένει στο αυτοκίνητο», είπε κατόπιν η θεία Πετούνια.
«Το αμάξι είναι καινούριο!» αποκρίθηκε ο θείος Βέρνον. «Δεν τον αφήνω να κάτσει μέσα μόνος του!»
Εκείνη τη στιγμή ο Ντάντλι άρχισε ξαφνικά να κλαίει. Η αλήθεια ήταν πως δεν έκλαιγε πραγματικά. Είχε από χρόνια πάψει να κλαίει. Ήξερε πως, αν ζάρωνε το πρόσωπο του κι ούρλιαζε δυνατά, η μητέρα του θα του έκανε οποιοδήποτε χατίρι.