«Όλα θα τελειώσουν τα μεσάνυχτα του Σαββάτου», τον παρηγόρησε η Ερμιόνη.
Αυτό όμως, αντί να καθησυχάσει τον Ρον, τον τάραξε ακόμη περισσότερο. Ανακάθισε στο κρεβάτι και το χλομό πρόσωπο του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα.
«Το Σάββατο τα μεσάνυχτα!» είπε με φωνή που έτρεμε. «Αχ, όχι! Θεέ μου... τώρα το θυμήθηκα! Το γράμμα του Τσάρλι ήταν μέσα στις σελίδες του βιβλίου που δανείστηκε ο Μαλφόι! Τώρα, λοιπόν, μάλλον θα ξέρει με ποιον τρόπο σκοπεύουμε να ξεφορτωθούμε τον Νόρμπερτ... Και πότε!»
Ο Χάρι κι η Ερμιόνη δεν πρόλαβαν να πουν τίποτα, γιατί εκείνη τη στιγμή η κυρία Πόμφρι μπήκε μέσα και τους έδιωξε, λέγοντας πως ο Ρον είχε ανάγκη από ανάπαυση. «Είναι πολύ αργά πια για ν' αλλάξουμε σχέδιο», είπε αργότερα ο Χάρι στην Ερμιόνη. «Δεν έχουμε καιρό να στείλουμε άλλη κουκουβάγια στον Τσάρλι κι αυτή είναι ίσως η μοναδική μας ευκαιρία να ξεφορτωθούμε τον Νόρμπερτ... θα πρέπει, λοιπόν, να το διακινδυνέψουμε. Εξάλλου έχουμε τον αόρατο μανδύα. Ο Μαλφόι δεν ξέρει τίποτα γι' αυτόν...»
Όταν τα δυο παιδιά πήγαν κατόπιν στην καλύβα του Χάγκριντ για να του πουν τα νέα, είδαν απέξω τον Φανγκ, το άγριο λυκόσκυλο του Χάγκριντ, με την ουρά τυλιγμένη σ' επιδέσμους. Ο Χάγκριντ, μάλιστα, δεν τους άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα, αλλά μόνο ένα παράθυρο για να τους μιλήσει.
«Δε θα σας αφήσω να μπείτε σήμερα, γιατί ο Νόρμπερτ είναι λίγο ανήσυχος», τους είπε. «Δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, αλλά...»
Όταν του είπαν για το γράμμα και το σχέδιο του Τσάρλι, τα μάτια του Χάγκριντ γέμισαν δάκρυα. Αυτό, όμως, δεν οφειλόταν στο ότι ο Νόρμπερτ τον είχε μόλις δαγκώσει στο πόδι.
«Αχ!» φώναξε. «Όχι, όχι, δεν τρέχει τίποτα... μόνο την μπότα μου έσκισε... Παίζει, βλέπεις... Μωρό είναι ακόμη...»
Το «μωρό» χτύπησε στο πάτωμα την ουρά του, κάνοντας τα τζάμια να τρίξουν. Ο Χάρι κι η Ερμιόνη γύρισαν στο κάστρο, ανυπομονώντας ακόμη περισσότερο πότε θα 'ρχόταν το Σάββατο. Κάτω από άλλες συνθήκες, τα δυο παιδιά —ο Χάρι και η Ερμιόνη— θα είχαν νιώσει λύπη τη στιγμή που ο Χάγκριντ αποχαιρετούσε το δράκο του. Τώρα, όμως, το μόνο που τα απασχολούσε, ήταν η μεταφορά του δράκου μέχρι τον πυργίσκο που τους είχε υποδείξει ο Τσάρλι. Η νύχτα ήταν συννεφιασμένη και πολύ σκοτεινή. Είχαν μάλιστα αργήσει λίγο να φτάσουν στην καλύβα του Χάγκριντ, γιατί αναγκάστηκαν να περιμένουν μέχρι να φύγει ο Πιβς, που έπαιζε τένις στον τοίχο μπροστά από την έξοδο του πύργου του Γκρίφιντορ.
O Χάγκριντ είχε τον Νόρμπερτ έτοιμον, κλεισμένο μέσα σ' ένα μεγάλο ξύλινο κουτί.
«Του έβαλα μέσα πολλούς αρουραίους και μια μπουκάλα κονιάκ», τους είπε με φωνή που έτρεμε. «Κι έβαλα και το αρκουδάκι του, για να μη νιώθει μοναξιά στο ταξίδι...»
Μέσα από το κουτί έβγαιναν κάτι ανατριχιαστικοί θόρυβοι, που έκαναν τον Χάρι να σκεφθεί πως ο Νόρμπερτ μάλλον καταβρόχθιζε το αρκουδάκι του.
«Γεια σου, Νόρμπερτ! Στο καλό, αγόρι μου!» έλεγε κλαίγοντας ο Χάγκριντ, καθώς ο Χάρι κι η Ερμιόνη σκέπαζαν το κουτί με τον αόρατο μανδύα και μετά έμπαιναν κι οι δυο από κάτω του. «Η μαμά δε θα σε ξεχάσει ποτέ!»
Το πώς έφεραν τον Νόρμπερτ μέχρι το κάστρο και ύστερα τον ανέβασαν από τις στριφτές μαρμάρινες σκάλες, ο Χάρι κι η Ερμιόνη δεν το κατάλαβαν ποτέ. Πριν καν φτάσουν στα μισά του δρόμου, ήταν κι οι δυο λαχανιασμένοι και λουσμένοι στον ιδρώτα.
«Κοντεύουμε», είπε ο Χάρι. «Λίγα σκαλοπάτια ακόμη και...»
Ξαφνικά, όμως, ένας απότομος θόρυβος ίσια μπροστά τους παραλίγο να τους κάνει ν' αφήσουν το κιβώτιο να πέσει κάτω. Ξεχνώντας πως ήταν αόρατοι, στριμώχτηκαν σε μια γωνιά, κοιτάζοντας δυο σιλουέτες που πάλευαν σε απόσταση μερικών μέτρων από αυτούς. Κατόπιν μια λάμπα άναψε και στο φως της είδαν την καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, με καρό ρόμπα και φιλέ στα μαλλιά, να κρατά τον Μαλφόι από το αφτί.
«Στην απομόνωση!» του φώναξε. «Και είκοσι βαθμούς από το Σλίθεριν! Ακούς να γυρίζει μέσα στη νύχτα στους διαδρόμους! ... Πώς τόλμησες;»
«Μα... δε με καταλάβατε, κυρία καθηγήτρια... Ο Πότερ θα 'ρθει εδώ... κι έχει μαζί του ένα δράκο...»
«Ανοησίες! Πώς τολμάς να μου λες τέτοια χαζά ψέματα; Εμπρός, πάμε... Θα μιλήσω στον καθηγητή Σνέιπ για σένα, Μαλφόι!»
Μετά από αυτό το επεισόδιο, το ανέβασμα του τελευταίου κομματιού της ατέλειωτης σκάλας φάνηκε παιχνιδάκι στον Χάρι και στην Ερμιόνη. Όταν έφτασαν στην κορυφή του πυργίσκου, πέταξαν από πάνω τους τον αόρατο μανδύα και πήραν βαθιές ανάσες, να χορτάσουν καθαρό αέρα. Η Ερμιόνη, μάλιστα, άρχισε να χοροπηδά.
«Ο Μαλφόι σε περιορισμό!» είπε. «Μου 'ρχεται να τραγουδήσω!»
«Καλύτερα όχι», τη συμβούλεψε ο Χάρι.
Κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα, κάθισαν και περίμεναν, ενώ ο Νόρμπερτ χτυπιόταν κάθε τόσο στο κουτί του. Περίπου δέκα λεπτά αργότερα, τέσσερα σκουπόξυλα φάνηκαν να κατεβαίνουν από τον ουρανό προς το μέρος τους.