Το δάσος ήταν θεοσκότεινο και σιωπηλό. Δε θα 'χαν προχωρήσει παρά καμιά δεκαριά μέτρα στο εσωτερικό του, κι έφτασαν στο σημείο όπου το μονοπάτι χώριζε. Ο Χάρι, η Ερμιόνη κι ο Χάγκριντ πήγαν προς τ' αριστερά, ενώ ο Μαλφόι, ο Νέβιλ κι ο Φανγκ προς τα δεξιά.
Περπατούσαν όλοι σιωπηλοί, με το βλέμμα τους στηλωμένο στο χώμα. Κάθε τόσο μια ακτίνα από το φως του φεγγαριού φώτιζε κηλίδες από ασημένιο αίμα επάνω στα χόρτα και τα πεσμένα φύλλα.
Ο Χάρι πρόσεξε ότι ο Χάγκριντ έδειχνε ανήσυχος.
«Μπορεί να είναι κάποιος λυκάνθρωπος που σκοτώνει τους μονόκερους;» τον ρώτησε.
«Όχι, γιατί οι λυκάνθρωποι δεν μπορούν να τρέξουν αρκετά γρήγορα για να τους πιάσουν», αποκρίθηκε εκείνος. «Κι ούτε είναι εύκολο να πιαστεί ένας μονόκερος, γιατί είναι ζώο με μεγάλη μαγική δύναμη. Πρώτη φορά μου τυχαίνει κάτι τέτοιο...»
Σε λίγο πέρασαν μπροστά από τον κομμένο και ξεραμένο κορμό ενός δέντρου, ο οποίος ήταν σκεπασμένος με μούσκλια. Ο Χάρι άκουγε νερό να τρέχει — κάποιο ρυάκι θα πρέπει να βρισκόταν εκεί κοντά. Εδώ κι εκεί στο μονοπάτι διακρίνονταν κηλίδες από ασημένιο αίμα.
«Είσαι καλά, Ερμιόνη;» τη ρώτησε ψιθυριστά ο Χάγκριντ. «Μην ανησυχείς, γρήγορα θα τον βρούμε. Δεν μπορεί να πήγε μακριά, με τόσο αίμα που έχει χάσει... Μόλις τον βρούμε, θα... Γρήγορα! Κρυφτείτε πίσω από το δέντρο!»
Ενώ ακόμη μιλούσε, ο Χάγκριντ άρπαξε τα δυο παιδιά, τα σήκωσε ψηλά στον αέρα και τα ακούμπησε, όχι και πολύ μαλακά, πίσω από μια τεράστια βελανιδιά. Κατόπιν τράβηξε ένα βέλος, το 'βαλε στο τόξο του και το τέντωσε, έτοιμος να χτυπήσει. Κι οι τρεις μαζί αφουγκράζονταν σιωπηλοί. Κάτι γλιστρούσε εκεί κοντά, πάνω στα ξερά φύλλα! Ο Χάγκριντ κοιτούσε επίμονα το μονοπάτι. Μετά από μερικές στιγμές, όμως, ο θόρυβος σταμάτησε.
«Είμαι σίγουρος!» μουρμούρισε ο Χάγκριντ. «Κάτι είναι εδώ, το οποίο δεν έχει δουλειά στο δάσος...»
«Κανένας λυκάνθρωπος;» ρώτησε ο Χάρι.
«Αυτό που άκουσα, δεν είναι ούτε λυκάνθρωπος, ούτε μονόκερος», αποκρίθηκε ανήσυχος ο Χάγκριντ. «Λοιπόν, συνεχίζουμε. Αλλά πολύ προσεκτικά...»
Ξανάρχισαν να προχωρούν, πολύ αργά τώρα και με τα αφτιά τους τεντωμένα. Σε λίγο άκουσαν πάλι ένα θόρυβο. Σίγουρα κάτι κουνιόταν εκεί μπροστά τους, στο μονοπάτι.
«Ποιος είναι εκεί;» φώναξε ο Χάγκριντ. «Φανερώσου! Είμαι οπλισμένος...»
Ξαφνικά κάτι αλλόκοτο παρουσιάστηκε μπροστά τους. Ήταν άλογο ή άνθρωπος; Ως τη μέση ήταν άνθρωπος, με κόκκινα μαλλιά και γένια, από τη μέση και κάτω όμως το σώμα του ήταν αλογίσιο, με γυαλιστερό καστανό τρίχωμα και μακριά κοκκινωπή ουρά. Ο Χάρι κι η Ερμιόνη το κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα.
«Α, εσύ είσαι, Ρόναν;» είπε ο Χάγκριντ, ανακουφισμένος. «Πώς τα πας;»
Και προχωρώντας άφο6α μπροστά, έσφιξε το χέρι του Κένταυρου.
«Καλησπέρα, Χάγκριντ» αποκρίθηκε ο Ρόναν κι η φωνή του είχε ένα λυπητερό τόνο. «Αλήθεια έχεις σκοπό να με σκοτώσεις;»
«Δεν ήξερα πως ήσουν εσύ, Ρόναν. Και πρέπει να προσέχω πολύ απόψε... Κάτι κακό υπάρχει σ' αυτό το δάσος! Αυτοί εδώ είναι ο Χάρι Πότερ κι η Ερμιόνη Γκρέιντζερ, μαθητές στο "Χόγκουαρτς"... Αυτός, παιδιά, είναι ο Ρόναν. Είναι Κένταυρος...»
«Το προσέξαμε», αποκρίθηκε ο Χάρι.
«Καλησπέρα και σε σας, παιδιά», είπε ευγενικά ο Κένταυρος. «Ώστε, λοιπόν, είσαστε μαθητές στο σχολείο... Και μαθαίνετε πολλά εκεί;»
«Αα... αρκετά», αποκρίθηκε η Ερμιόνη.
Ο Χάρι πρόσεξε ότι η Ερμιόνη τραύλιζε, σίγουρα για πρώτη φορά στη ζωή της.
Ο Κένταυρος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον ουρανό.
«Ο Άρης λάμπει πολύ απόψε», είπε.
«Ναι...» αποκρίθηκε ο Χάρι. «Άκουσε, Ρόναν, χαίρομαι που σε συναντήσαμε, γιατί θέλω να σε ρωτήσω κάτι... Ένας μονόκερος έχει τραυματιστεί εδώ στο δάσος... Μήπως τον είδες;»
Ο Κένταυρος δεν απάντησε αμέσως. Συνέχισε να κοιτάζει προς τα πάνω. Μετά αναστέναξε.
«Οι αθώοι είναι πάντα τα πρώτα θύματα», παρατήρησε ο Κένταυρος. «Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι...»
«Ναι, ναι», συμφώνησε ο Χάγκριντ. «Αλλά μήπως είδες τίποτα, Ρόναν; Τίποτα ασυνήθιστο;»
«Μόνο τον Άρη, που λάμπει πολύ απόψε», αποκρίθηκε εκείνος. «Ασυνήθιστα πολύ...»
«Ναι, το ξέρω», αποκρίθηκε ανυπόμονα ο Χάγκριντ. «Αλλά λέω για κάτι ασυνήθιστο εδώ μέσα, στο δάσος... Είδες τίποτα;»
Ο Κένταυρος άργησε πάλι ν' απαντήσει.
«Το δάσος κρύβει πολλά μυστικά», είπε κατόπιν.
Την ίδια στιγμή ένας θόρυβος ακούστηκε πολύ κοντά. Ο Χάγκριντ σήκωσε πάλι το τόξο του. Αλλά δεν ήταν παρά ένας δεύτερος Κένταυρος, με μαύρα μαλλιά και τρίχωμα τούτος εδώ, και πολύ αγριωπός.
«Γεια σου, Μπέιν», είπε ο Χάγκριντ. «Όλα εντάξει;»
«Καλησπέρα, Χάγκριντ. Ελπίζω να είσαι καλά».
Ο Χάγκριντ τον Βεβαίωσε γι' αυτό και μετά τον ρώτησε αν είχε προσέξει τίποτα το ασυνήθιστο.