Κι έτσι βρέθηκαν στα υψίπεδα, ίσως για να αντιμετωπίσουν την πιο κρίσιμη δοκιμασία της ενότητας του Εριαντόρ. Οι κάτοικοι των υψιπέδων, οι βουνήσιοι, ήταν ανεξάρτητοι, σκληροτράχηλοι και ανθεκτικοί. Πολλοί μπορεί να τους χαρακτήριζαν απολίτιστους. Ήσαν οργανωμένοι σε φυλές, που βασίζονταν σε γενεαλογικές γραμμές και συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους. Ήσαν κυνηγοί, όχι αγρότες, πολύ καλύτεροι με το ξίφος παρά με το αλέτρι, γιατί στα υψίπεδα του Έραντοχ επιζούσαν μόνο οι δυνατοί.
Αυτό το γνώριζε ο νεαρός Μπέντγουιρ, ο στρατηγός που είχε πετύχει τη συντριβή του Μπέλσεν’ Κριγκ έξω από το Κάερ Μακντόναλντ. Όλοι οι βουνήσιοι, ακόμη και τα παιδιά, ήξεραν ιππασία και μάλιστα καλή, οπότε αν ο Λούθιεν κατάφερνε να στρατολογήσει έστω κι ένα μικρό μέρος από τις χιλιάδες που ζούσαν σε αυτή την περιοχή, θα είχε ένα ιππικό που θα μπορούσε να νικήσει τους καλύτερους Πραιτωριανούς του Γκρινσπάροου. Όμως οι βουνήσιοι ήταν προληπτικός και απρόβλεπτος λαός. Κατά πάσα πιθανότητα είχαν ακούσει για την περιοδεία της Πορφυρής Σκιάς, γι’ αυτό, όταν ο Λούθιεν με τον Όλιβερ θα έμπαιναν στο Έραντοχ, η υποδοχή τους —καλή ή κακή— θα είχε ήδη αποφασιστεί.
Οι δυο φίλοι συνέχισαν την πορεία τους όλη σχεδόν εκείνη τη μέρα, με τον Λούθιεν να προσπαθεί να κρατήσει βορειοανατολική κατεύθυνση προς το Μένιχεν Ντι, το μοναδικό χωριό όλης της περιοχής. Ουσιαστικά ήταν ένας εμπορικός σταθμός, ένα σημείο συνάντησης. Πολλές από τις φυλές των βουνήσιων θα πήγαιναν σε λίγο εκεί με άλογα που τους περίσσευαν και με στοίβες γούνες, για να τα ανταλλάξουν με αλάτι, μπαχαρικά και πολύτιμες πέτρες που έφερναν οι έμποροι άλλων περιοχών.
Η ομίχλη δεν διαλύθηκε καθόλου εκείνη τη μέρα και, μολονότι προσπαθούσαν να κρατήσουν ψηλά το ηθικό τους, ο υγρός αέρας και το μονότονο έδαφος (όπου μπορούσαν να το δουν), έκανε δύσκολη και κουραστική την πορεία τους.
«Πρέπει να κατασκηνώσουμε γρήγορα», είπε ο Λούθιεν, τα πρώτα λόγια που αντάλλασσαν εδώ κι αρκετές ώρες.
«Αδύνατο να ανάψουμε φωτιά απόψε», γκρίνιαξε ο Όλιβερ, διαπίστωση στην οποία ο Λούθιεν δεν είχε ν’ αντιτείνει τίποτα. Όντως, θα περνούσαν μια κρύα, άβολη νύχτα, γιατί δεν θα μπορούσαν να ανάψουν φωτιά με τα λίγα μουσκεμένα κλαδιά που μπορεί να έβρισκαν τριγύρω.
«Θα φτάσουμε στο Μένιχεν Ντι αύριο», είπε ο Λούθιεν. «Εκεί υπάρχει πάντα κατάλυμα για τους ειρηνικούς ταξιδιώτες».
«Εδώ είναι το πρόβλημα», είπε δραματικά ο Όλιβερ. «Είμαστε εμείς ειρηνικοί ταξιδιώτες;»
Ο Λούθιεν και πάλι δεν είχε απάντηση στην ερώτηση του ασυνήθιστα σκυθρωπού φίλου του.
Συνέχισαν να ταξιδεύουν, καθώς ο ήλιος, που φαινόταν μόνο σαν ένα πιο φωτεινό σημείο στο γκρίζο της ομίχλης, χαμήλωσε στον ορίζοντα πίσω τους. Λίγο αργότερα ο Λούθιεν αισθάνθηκε εκείνη την αδιόρατη ανατριχίλα του κινδύνου, το ένστικτο του πολεμιστή. Κάτι πέρα από τις συνειδητές του αισθήσεις τον ειδοποιούσε να είναι σε επιφυλακή.
Κοιτάζοντας τον Όλιβερ, είδε ότι κι αυτός καθόταν πιο σφιγμένος στη σέλα, έτοιμος να πεταχτεί μακριά ή να τραβήξει το ξίφος του.
Τα αφτιά του Ριβερντάνσερ, αφού κόλλησαν στο κεφάλι του, μετά ορθώθηκαν πάλι κάμποσες φορές. Ο Θρεντμπέαρ ξεφύσηξε.
Εμφανίστηκαν σαν φαντάσματα μέσα στην ομίχλη προχωρώντας αθόρυβα στο μαλακό γρασίδι. Ήταν τυλιγμένοι με γούνες και προβιές και, καθώς φορούσαν κράνη με κέρατα ή φτερά, δεν θύμιζαν ανθρώπους. Έμοιαζαν σαν προεκτάσεις των αλόγων τους, πλάσματα βγαλμένα από εφιάλτη.
Οι δυο σύντροφοι σταμάτησαν χωρίς να αποπειραθούν να βγάλουν τα όπλα τους, άναυδοι από το θέαμα αυτής της ενέδρας. Οι βουνήσιοι, γιγαντόσωμοι άνδρες όλοι τους, πολύ πιο ψηλοί και σωματώδεις ακόμη κι από τον Λούθιεν, πλησίαζαν από κάθε γωνία σφίγγοντας σιγά-σιγά τον κλοιό γύρω τους.
«Πες μου ότι ονειρεύομαι», ψιθύρισε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Μερικές φορές πρέπει να κάνεις αυτό που σου λένε», του είπε ο Όλιβερ. «Ακόμη και αν είναι ψέμα!»
Οι βουνήσιοι είχαν σταματήσει σε μικρή απόσταση, όση χρειαζόταν για να μη διακρίνεται καλά η μορφή τους, μοιάζοντας περισσότερο με τέρατα παρά με ανθρώπους. Ο Όλιβερ τους έδωσε σιωπηλά συγχαρητήρια για την τακτική τους. Ήξεραν το έδαφος, ήξεραν την ομίχλη και σίγουρα ήξεραν πώς να κάνουν εντυπωσιακή εμφάνιση.