«Θέλουν να προχωρήσουμε πρώτοι», ψιθύρισε ο Λούθιεν με την άκρη των χειλιών του.
«Θα μπορούσα να πέσω κάτω και να αρχίσω να τρέμω», είπε ο χάφλινγκ σαρκαστικά.
«Δεν ανέχονται τους δειλούς. Τους σκοτώνουν», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ εξέτασε με ειλικρίνεια τα συναισθήματα που είχαν ξυπνήσει μέσα του οι βουνήσιοι, που έστεκαν ακόμη σιωπηλοί μόλις δέκα μέτρα μακριά τους. «Τότε είμαι καταδικασμένος», παραδέχτηκε.
Ο Λούθιεν κάγχασε, παρά τη δύσκολη κατάσταση που αντιμετώπιζαν. «Το ξέραμε τι μας περιμένει», είπε τελικά, μια υπενθύμιση για να δώσει κουράγιο στον εαυτό του.
«Χαιρετισμούς από το Κάερ Μακντόναλντ», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Την πόλη που παράνομα της δόθηκε το όνομα Μόντφορτ από εκείνον που διεκδικεί τη βασιλεία όλου του Άβον και όλου του Εριαντόρ».
Δεν πήραν καμία απάντηση για αρκετές στιγμές. Μετά ένας καβαλάρης βγήκε μπροστά με το μαύρο άλογό του, πλησιάζοντας τον Λούθιεν και τον Όλιβερ αρκετά για να τον δουν καθαρά.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ τον κοίταξε με περιέργεια, γιατί δεν φαινόταν να είναι κάτοικος των υψίπεδων. Ήταν μεγαλόσωμος, όμως δεν φορούσε ούτε προβιές ούτε γούνες, αλλά μια μαύρη πανοπλία που όμοια της ο νέος δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Είχε πτυχές και αρθρώσεις, με μεταλλικά γάντια στα χέρια. Ακόμη και το πρόσωπό του ήταν προστατευμένο. Φορούσε ένα κυλινδρικό κράνος, επίπεδο από πάνω —ο νέος πρόσεξε ότι είχε δύο σχισμές για τα μάτια και όχι μία, που σήμαινε ότι δεν ήταν Κυκλωπιανός— και κρατούσε μια πελώρια ασπίδα μαύρη σαν την πανοπλία του, με θυρεό που ο Λούθιεν δεν γνώριζε: μια σκελετώδης μορφή με απλωμένα χέρια και σπαθί γυρισμένο προς τα πάνω στο ένα χέρι και σπαθί γυρισμένο προς τα κάτω στο άλλο. Μια μικρή σημαία με παρόμοιο θυρεό ανέμιζε στην κορυφή μιας μακριάς λόγχης, που ο άγνωστος κρατούσε με άνεση στο χέρι. Ακόμη και το άλογό του ήταν σκεπασμένο με πανοπλία στο κεφάλι, στον λαιμό, στο στήθος και στα πλευρά του.
«Μόντφορτ!» δήλωσε ο άγνωστος με βαθιά φωνή. «Νόμιμα ονομασμένο από τον νόμιμο βασιλιά».
«Ωχ!» έκανε ο Όλιβερ.
«Δεν είσαι από τα υψίπεδα», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο σιδερόφρακτος ιππότης μετακινήθηκε πάνω στο άλογό του, που μισοσηκώθηκε στα πίσω πόδια νευρικά. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι η φράση του τον έκανε να σαστίσει λίγο, γιατί η εικασία του ήταν σωστή. Ο ιππότης δεν ήταν από το Έραντοχ και αυτό σήμαινε ότι η επιρροή που είχε πάνω στους ντόπιους ήταν πολύ αβέβαιη. Θα πρέπει να είχε αποκτήσει κάποια θέση ανάμεσά τους χάρη στη δύναμή του και μόνο, αφού θα είχε νικήσει αρκετούς από τους μεγαλύτερους πολεμιστές του Έραντοχ. Όποιος κατάφερνε να τον νικήσει, θα κληρονομούσε τη θέση του και έτσι ο Λούθιεν ήξερε κιόλας ότι πρέπει να τον αντιμετωπίσει, μια προοπτική που δεν του άρεσε καθόλου, καθώς ο ιππότης ήταν γιγαντόσωμος και προστατευμένος από την πανοπλία.
«Ποιος είσαι εσύ, λοιπόν, που έρχεσαι κουδουνίζοντας μέσα στη δυνατή ανοιξιάτικη βροχή;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«“Μέσα στη δυνατή ανοιξιάτικη βροχή;”» του ψιθύρισε κατάπληκτος ο Λούθιεν.
«Γιατί, δεν σου άρεσε η έκφρασή μου;» του απάντησε με απορία, επίσης ψιθυρίζοντας ο Όλιβερ.
Ο άγνωστος με την πανοπλία ύψωσε το παράστημά του. «Είμαι ο Μαύρος Ιππότης!» δήλωσε.
Οι δυο σύντροφοι το σκέφτηκαν για μια στιγμή.
«Μα φυσικά», είπε τελικά ο Όλιβερ. «Ποιος άλλος θα μπορούσες να είσαι;»
«Έχετε ακουστά για μένα;»
«Όχι!
Ο Μαύρος Ιππότης έβγαλε ένα γρύλλισμα απορίας.
»Ποιος άλλος θα μπορούσες να είσαι;» επανέλαβε ο Όλιβερ. «Έτσι που είσαι μαύρος σαν τη νύχτα;»
«Τι;» ρώτησε ο άλλος μπερδεμένος.
«Εκτός αν η νύχτα θα είχε φεγγάρι», είπε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ γέλασε έκπληκτος με τη συνεισφορά του φίλου του στον λεκτικό διαξιφισμό. «Έχεις αρχίσει να γίνεσαι καλός σε αυτό το παιχνίδι», του είπε.
«Τι;» ρώτησε ο ιππότης.
Ο Όλιβερ αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν καταλαβαίνεις, ανόητη κουδουνίστρα», είπε. «Αν ήσουν άσπρος θα σε έλεγαν “Άσπρο Ιππότη”».
Δεν έβλεπαν το πρόσωπο του άλλου κάτω από το μεταλλικό κράνος, αλλά φαντάστηκαν και οι δύο το σαγόνι του να κρεμιέται από την κατάπληξη. «Ε;» έκανε.
Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν σηκώνοντας τους ώμους. «Χωριάτης!» είπαν και οι δύο μαζί.
«Είμαι ο Μαύρος Ιππότης!» δήλωσε ο άγνωστος με την πανοπλία.
«Ορμάμε κατευθείαν;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Φυσικά», απάντησε ο Όλιβερ και έβγαλαν και οι δύο δυνατές ιαχές. Ο Λούθιεν, αφού τράβηξε τον Τυφλωτή, φτέρνισε τον Ριβερντάνσερ που ανταποκρίθηκε ορμώντας μπροστά με ένα μεγάλο άλμα. Ο Θρεντμπέαρ δεν ακολούθησε όμως, ο Όλιβερ συνέχισε να κάθεται απαθής στη σέλα του.