«Πέρασμα!» φώναξε και όρμησε πάλι καλπάζοντας.
Ο Λούθιεν έσκυψε χαμηλά ψιθυρίζοντας στο αφτί του Ριβερντάνσερ. «Σε χρειάζομαι τώρα», είπε στο άλογο. «Δείξου δυνατός και συγχώρεσέ με!» Οι δυο αντίπαλοι όρμησαν ο ένας προς τον άλλο για ένα ακόμη κοντινό πέρασμα, με τις οπλές των αλόγων να εκτοξεύουν χώμα και χόρτα.
Ο Λούθιεν ζάρωσε κολλητά στον δυνατό λαιμό του Ριβερντάνσερ κι έφερε το άλογό του κατευθείαν πάνω στην πορεία του αντιπάλου του. Ο ιππότης ορθώθηκε πάνω στη σέλα από έκπληξη, το άλογό του έχασε τον βηματισμό του.
Αυτό ακριβώς ήθελε κι ο Λούθιεν.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μείωσε καθόλου ταχύτητα. Ο Ριβερντάνσερ έπεσε πάνω στο άλογο του Μαύρου Ιππότη και κόντεψε να το πετάξει κάτω. Το άλογο σχεδόν κάθισε στο έδαφος, πριν καταφέρει να ξαναβρεί κάπως την ισορροπία του. Ο ιππότης, καθώς προσπαθούσε να κρατηθεί με όλη του τη δύναμη στη σέλα, δέχτηκε ένα χτύπημα χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, τη στιγμή που ο Λούθιεν κατέβασε τον Τυφλωτή πάνω από τον λαιμό του αλόγου, το οποίο παραπατούσε.
Ο Λούθιεν είχε ζαλιστεί από το τράνταγμα της σύγκρουσης, αλλά κρατιόταν κι αυτός με όλη του τη δύναμη. Εστιάστηκε στον στόχο του, ξέροντας τι πρέπει να κάνει πριν ακόμη αρχίσει την έφοδο. Η επίθεσή του δεν είχε για στόχο της τον θώρακα του ιππότη —θα ήταν ανώφελο άλλωστε— ούτε τις σχισμές του κράνους του, που δεν μπορούσε να τις φτάσει, καθώς ο αντίπαλός του είχε γείρει προς τα πίσω. Τον χτύπησε στα δάχτυλα, έτσι ώστε τα γκέμια έφυγαν από τα χέρια του ιππότη. Καθώς ο Ριβερντάνσερ παραπατούσε, ζαλισμένος κι αυτός, ο Λούθιεν αγκίστρωσε τα γκέμια του εχθρικού αλόγου με το σπαθί του και τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Το άλογο του Μαύρου Ιππότη ορθώθηκε στα πίσω πόδια.
Ο Λούθιεν κόντεψε να πέσει από την άλλη μεριά του αλόγου του, με τη δύναμη που έβαλε, αλλά κατάφερε να κρατηθεί και, κοιτάζοντας πίσω, είδε τον Μαύρο Ιππότη να γλιστρά από τη σέλα του και να βροντά με δύναμη στο χώμα.
Κατέβηκε από τον Ριβερντάνσερ, όμως κόντεψε να πέσει κι αυτός κάτω μπρούμυτα, καθώς ο κόσμος γύριζε ακόμη γύρω του. Παραπάτησε και πλησίασε τρεκλίζοντας στον πεσμένο αντίπαλό του, που προσπαθούσε μάταια να σηκωθεί με τη βαριά πανοπλία. Ξαφνικά ο κεφαλοθραύστης διέγραψε μια θανάσιμη κυκλική τροχιά, πιάνοντας τον νεαρό Μπέντγουιρ εκτός ισορροπίας.
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα καθώς έγερνε πίσω γλιστρώντας στη λάσπη και πέφτοντας κι αυτός κάτω.
Ο ιππότης κύλησε στο πλάι και κατάφερε να σηκωθεί. Ο Λούθιεν σηκώθηκε επίσης, έτσι ώστε και οι δυο αντίπαλοι στάθηκαν πάλι ο ένας απέναντι στον άλλο.
«Η επίθεσή σου ήταν ανήθικη», δήλωσε ο Μαύρος Ιππότης. «Χτύπησες το άλογό μου!»
«Το άλογό μου χτύπησε το άλογό σου», τον διόρθωσε αγαναχτισμένος ο Λούθιεν.
«Υπάρχουν κανόνες στη μονομαχία!»
«Υπάρχουν κανόνες στην επιβίωση!» απάντησε ο Λούθιεν. «Πώς μπορώ να πολεμήσω με κάποιον που φορά τέτοια πανοπλία; Εσύ τι είδους κανόνες ακολουθείς;»
«Αυτό είναι το πλεονέκτημα της ανώτερης θέσης», βρυχήθηκε ο Μαύρος Ιππότης. «Εμπρός λοιπόν, sans equine!»
Ο Όλιβερ, που παρακολουθούσε τη μονομαχία, κοίταξε με περιέργεια τον ιππότη. Η τελευταία φράση του ήταν στη γλώσσα της Γασκόνης. Τη χρησιμοποιούσαν οι ευγενείς κυρίως, και σήμαινε μονομαχία “χωρίς άλογα”, όμως όχι πάντα ανάμεσα σε εχθρούς.
Ο Λούθιεν πλησίασε επιφυλακτικά. Μπορούσε να τον χτυπήσει δέκα φορές χωρίς αποτέλεσμα, ενώ ένα και μόνο χτύπημα με τον κεφαλοθραύστη ίσως να του θρυμμάτιζε το κρανίο ή τα πλευρά. Επιπλέον, το δεξί του χέρι ήταν ακόμη μουδιασμένο από το τραύμα της λόγχης. Οι δυο αντίπαλοι έκαναν κύκλους εξαπολύοντας μετρημένα χτυπήματα για μερικά βήματα, αλλά μετά ο Μαύρος Ιππότης βρυχήθηκε κι όρμησε ανεμίζοντας τον κεφαλοθραύστη σε σταυρωτή τροχιά.
Δεν μπορούσε να κινηθεί τόσο καλά με την πανοπλία, έτσι ο Λούθιεν απέφυγε εύκολα τα χτυπήματα, σπαθίζοντας τον ιππότη στο πίσω μέρος του ώμου. Αυτός γύρισε και προσπάθησε να επιτεθεί ξανά, αλλά ο ευκίνητος Λούθιεν ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά του χτυπώντας κάθε τόσο με τον Τυφλωτή. Μπορεί να μην προκαλούσε σοβαρή βλάβη στον αντίπαλό του, τον ανάγκαζε όμως να κινείται, έτσι ώστε ήδη τον άκουγε να ανασαίνει λαχανιασμένα μέσα στην πανοπλία.
«Ένας έντιμος πολεμιστής θα στεκόταν και θα πολεμούσε!» δήλωσε ο Μαύρος Ιππότης.
«Ένας ηλίθιος πολεμιστής θα στεκόταν και θα πέθαινε», απάντησε ο Λούθιεν. «Μιλάς συνεχώς για τιμή, αλλά κρύβεσαι πίσω από ένα μεταλλικό τείχος! Βλέπεις το πρόσωπό μου, ενώ εγώ βλέπω μόνο δυο σχισμές σε ένα κράνος!»
Αυτό έβαλε τον ιππότη σε σκέψεις. Ξαφνικά σταμάτησε και χαμήλωσε τον κεφαλοθραύστη. «Έχεις δίκιο», είπε, και ο Λούθιεν τον είδε έκπληκτος να λύνει τους ιμάντες του κράνους. Όταν το έβγαλε, τότε ο Λούθιεν αισθάνθηκε ακόμη μεγαλύτερη κατάπληξη, γιατί ο αντίπαλός του ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι νόμιζε, είχε ίσως τριπλάσια ηλικία από τη δική του! Το πρόσωπό του ήταν τραχύ και πλατύ, το δέρμα του σκληραγωγημένο, γεμάτο βαθιές ρυτίδες. Τα γκρίζα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά αλλά είχε ένα πελώριο μουστάκι επίσης γκρίζο, μια λωρίδα φουντωτές τρίχες που απλώνονταν από τη μέση του ενός μάγουλου μέχρι τη μέση του άλλου. Είχε μεγάλα σκουροκάστανα μάτια, πλατιά μύτη και στενό πιγούνι που προεξείχε περήφανα.