Выбрать главу

Ο Μαύρος Ιππότης πέταξε το κράνος στο έδαφος. «Τώρα έλα να μονομαχήσουμε τίμια, νεαρέ».

Όταν όρμησε πάλι, αυτήν τη φορά ο Λούθιεν αντιμετώπισε την επίθεση μετωπικά κι ο Τυφλωτής χτύπησε με τέλειο συγχρονισμό την αλυσίδα του κεφαλοθραύστη στη μέση ανάμεσα στην μπάλα και στη λαβή. Η μπάλα τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το σπαθί του Λούθιεν. Τράβηξε με δύναμη θέλοντας να αποσπάσει το όπλο από το χέρι του αντιπάλου του, ο ιππότης όμως αποδείχτηκε απίστευτα δυνατός και, μολονότι ο Λούθιεν βρισκόταν σε καλύτερη γωνία, δεν κατάφερε να του αποσπάσει τον κεφαλοθραύστη.

Ο Λούθιεν αισθανόταν ακόμη έναν μουντό πόνο στον ώμο του από το τραύμα, το ξέχασε όμως καθώς το αριστερό χέρι του Μαύρου Ιππότη, με το μεταλλικό γάντι, τον χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο. Αισθάνθηκε να τρέχει αίμα από τη μύτη και το χείλος του, να κυλά στο στόμα του με μια αλμυρόγλυκη γεύση.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας, μετά όμως όρμησε αμέσως μπροστά πριν προλάβει να τον χτυπήσει πάλι ο αντίπαλός του. Ο ιππότης σήκωσε με δύναμη το γόνατο, αλλά ο Λούθιεν είχε την ετοιμότητα να γυρίσει το ένα πόδι για να προστατέψει τους βουβώνες του· δέχτηκε όμως το χτύπημα στον μηρό.

Ο Λούθιεν έβαλε την ανοιχτή παλάμη στο πιγούνι του Μαύρου Ιππότη και έσπρωξε με δύναμη απελευθερωνόμενος από τη λαβή του. Οπισθοχώρησε τραβώντας απεγνωσμένα το σπαθί για να το ξεμπλέξει από την αλυσίδα.

Δέχτηκε κι άλλο χτύπημα με τη μεταλλική γροθιά, αυτήν τη φορά στο στήθος, και μετά ένα τρίτο πάνω στο τραύμα του ώμου του. Αντέδρασε χτυπώντας, αλλά μόρφασε από πόνο όταν το χέρι του χτύπησε τον μεταλλικό θώρακα του ιππότη.

Μια αριστερή γροθιά τον βρήκε στα πλευρά. Ο Λούθιεν κινήθηκε προς το πλάι ρίχνοντας το βάρος του στο μπέρδεμα των δύο όπλων, προσπαθώντας να αλλάξει τη γωνία για να ελευθερώσει το ξίφος ή να σπρώξει τη λαβή του κεφαλοθραύστη πάνω από το χέρι του ιππότη για να τον αναγκάσει να τον αφήσει.

Ξαφνικά ο Τυφλωτής ελευθερώθηκε από την αλυσίδα τόσο απότομα, ώστε ο Λούθιεν παραπάτησε περνώντας δίπλα από τον αντίπαλό του και πέφτοντας στο ένα γόνατο. Ο ιππότης γύρισε αμέσως υψώνοντας ταυτόχρονα τον ελευθερωμένο κεφαλοθραύστη πάνω από το κεφάλι του. Είχε σκοπό να χτυπήσει αμέσως, αλλά η λεπίδα του Τυφλωτή ήταν πολύ πιο κοφτερή και γερή από ό,τι υπολόγιζε, ενώ ο κεφαλοθραύστης ήταν παλιό όπλο, εξίσου γέρικο με τον ιδιοκτήτη του. Η σιδερένια αλυσίδα, εξασθενημένη από την ηλικία και από τη λεπίδα του καλύτερου σπαθιού σε όλο το Εριαντόρ, κόπηκε σε έναν κρίκο και η αγκαθωτή μπάλα εκτοξεύτηκε στον αέρα.

Λίγο πιο κάτω, ο Θρεντμπέαρ πετάχτηκε μπροστά με ένα σπιρούνισμα του Όλιβερ, που σήκωσε επιδέξια τα χέρια του, προστατευμένα από τα πράσινα γάντια, και έπιασε την μπάλα στον αέρα.

Ο Μαύρος Ιππότης δεν είχε αντιληφθεί ότι έχασε το όπλο του. Βρυχήθηκε κι όρμησε ανεμίζοντας τη λαβή με τη μισή αλυσίδα, αλλά σταμάτησε βλέποντας το χαμόγελο του Λούθιεν.

«Ένα λεπτό, καλέ μου ιππότη», ακούστηκε η φωνή του Όλιβερ από πίσω. Ο ιππότης γύρισε αργά και είδε τον Όλιβερ να κρατά την μπάλα του κεφαλοθραύστη από τη σπασμένη αλυσίδα. Κοίταξε από το όπλο του στον Όλιβερ με μια έκφραση κατάπληξης, σαν να μην πίστευε στα μάτια του. Μετά, βρέθηκε ξαφνικά να κοιτάζει τον γκρίζο ουρανό, καθώς ο Λούθιεν του κλότσησε τα πόδια, και βρέθηκε πεσμένος ανάσκελα στο έδαφος.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ κάθισε πάνω στο θώρακα με την αιχμή του Τυφλωτή στον λαιμό του αντιπάλου του.

«Σε ικετεύω», είπε ο Μαύρος Ιππότης και ο Λούθιεν παραξενεύτηκε, γιατί δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα ενός τέτοιου πολεμιστή να κλαυθμυρίζει. «Σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου μια τελευταία προσευχή στον Θεό πριν με σκοτώσεις», είπε. «Νίκησες δίκαια, δεν διαμαρτύρομαι, αλλά σου ζητώ να με αφήσεις να απευθυνθώ για τελευταία φορά στον Θεό».

Ο Λούθιεν δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο από έναν οπαδό του Γκρινσπάροου. «Ποιος είσαι;» ρώτησε.

«Φυσικά, φυσικά, το όνομά μου…» είπε ο Μαύρος Ιππότης. «Κι εγώ επίσης πρέπει να μάθω το δικό σου πριν με σκοτώσεις…» πρόσθεσε αναστενάζοντας.