Выбрать главу

»Είμαι ο Έσταμπρουκ του Νιουκάστλ», δήλωσε. «Άρχοντας Προστάτης, πρώτος των Έξι Ιπποτών».

Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ. «Πρώτος των Έξι;» είπε σιωπηλά κουνώντας μόνο τα χείλια του. Ο Λούθιεν είχε ακούσει για αυτή την ομάδα ιπποτών που ήταν προσωπικοί σωματοφύλακες του παλιού βασιλιά του Άβον και των κυβερνητών των έξι μεγαλύτερων πόλεων του βασιλείου. Νόμιζε ότι η ομάδα είχε διαλυθεί με την εμφάνιση του Γκρινσπάροου, αφού τώρα υπήρχαν οι μονόφθαλμοι Πραιτωριανοί Φρουροί, αλλά προφανώς είχε κάνει λάθος.

Κατάλαβε ότι πρέπει να σκεφτεί πολύ προσεχτικά την κατάσταση. Τράβηξε τον Τυφλωτή από τον λαιμό του ιππότη και σκούπισε το αίμα από το πρόσωπό του, κοιτάζοντας ταυτόχρονα αυτό τον παράξενο ηλικιωμένο πολεμιστή που ήταν ξαπλωμένος από κάτω του.

«Είσαι πολύ μακριά από το Νιουκάστλ», του είπε.

Ο ιππότης φάνηκε να ξαναβρίσκει ένα μέρος από την αξιοπρέπειά του, παρά τη δύσκολη θέση όπου βρισκόταν. «Είμαι σε αποστολή», δήλωσε. «Την πρώτη αποστολή για έναν από τους Έξι Ιππότες, από τότε που…» Το πρόσωπό του ζάρωσε καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. Είχε περάσει πολύς καιρός.

»Δεν έχει σημασία όμως», εξακολούθησε ο Έσταμπρουκ μετά από λίγο. «Προσευχήθηκα. Μπορείς να πεις το όνομά σου και να με σκοτώσεις τώρα». Πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτάζοντας τον Λούθιεν. «Κάν’ το!» είπε κοφτά.

Ο Λούθιεν κοίταξε γύρω του. Φυσικά δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει, αναρωτιόταν όμως πώς μπορεί να έβλεπαν οι σκληροτράχηλοι βουνήσιοι ό,τι θα έκανε ή δεν θα έκανε.

«Δεν άκουσα να πει κανείς ότι η μονομαχία είναι μέχρι θανάτου», είπε. Σηκώθηκε απλώνοντας το χέρι του. Ο Μαύρος Ιππότης τον κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή, μετά το έπιασε και ο Λούθιεν τον βοήθησε να σηκωθεί.

«Πάω να δω τα άλογά μας», είπε ο Έσταμπρουκ βλέποντας τον Όλιβερ να πλησιάζει, και απομακρύνθηκε.

Ο Λούθιεν τον είδε επίσης και, με τα αίματα να τρέχουν ακόμη από τη μύτη του, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. «Είπες ότι θα ορμήσουμε», του φώναξε.

«Δεν είπα τέτοιο πράγμα», τον διόρθωσε ο Όλιβερ.

«Το υπονόησες!» γρύλλισε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ πήρε μια βαθιά ανάσα σηκώνοντας τους ώμους. «Άλλαξα γνώμη».

Η συζήτησή τους πήρε τέλος όμως, καθώς οι έφιπποι βουνήσιοι πλησίασαν ξαφνικά από όλες τις μεριές και τους στρίμωξαν, πελώριοι ιππείς με τρομερά όπλα, διπλές λόγχες και φαρδιά πολεμικά τσεκούρια με λεπίδες όσο το στήθος ενός μεγαλόσωμου άνδρα.

Ο Λούθιεν ξερόβηξε. «Αγαπητέ άρχοντα Έσταμπρουκ», είπε. «Θα μπορούσες να μιλήσεις στους… χμ… φίλους σου;»

21

Γκλεν Άλμπιν

Ψίθυροι ενθουσιασμού ακούγονταν ανάμεσα στους Εριαντοριανούς στρατιώτες, όταν στρατοπέδευσαν στη μεγάλη κοιλάδα του Γκλεν Άλμπιν, βορειοανατολικά του Άιρον Κρος. Το Νταν Κάριθ, κάτω από το Τείχος του Μαλπουισάν, δεν είχε φανεί ακόμη, φαινόταν όμως ήδη το βουνό στο οποίο ήταν χτισμένο το φρούριο. Η ώρα της μάχης θα ερχόταν μέσα στις δύο επόμενες μέρες, μπορεί και μέσα στο επόμενο απόγευμα.

Οι Εριαντοριανοί πίστευαν ότι μπορούν να κυριεύσουν το Νταν Κάριθ και το τείχος μόνο με τη δύναμη που είχε ξεκινήσει από το Κάερ Μακντόναλντ, τους πέντε χιλιάδες πολεμιστές που στρατοπέδευσαν στο Γκλεν Άλμπιν. Οι ελπίδες τους μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο όμως, γιατί σύμφωνα με τις φήμες σε λίγο θα έφταναν ενισχύσεις. Έλεγαν ότι ο Λούθιεν επιστρέφει με χίλιους σκληροτράχηλους ιππείς από το Έραντοχ και άλλους τόσους αγρότες-πολεμιστές από τα μικρότερα χωριουδάκια του κεντρικού Εριαντόρ. Εκείνο το βράδυ, καθώς οι στρατιώτες έστηναν το στρατόπεδο, είχαν την αίσθηση ότι όλη η χώρα έχει επαναστατήσει κατά του Γκρινσπάροου.

Πολλές σκέψεις απασχολούσαν την Κατρίν, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το Εριαντόρ είχε επαναστατήσει και θα πολεμούσε μέχρι το τέλος — ελευθερία ή θάνατος. Ήταν κάτι που η περήφανη γυναίκα από το Χέιλ ονειρευόταν από πολύ μικρή, και όμως, τώρα που πλησίαζε η πραγματοποίηση αυτού του ονείρου, υπήρχε κάτι που μείωνε τη χαρά της.

Είχε χάσει τον Λούθιεν. Άκουγε τους ψιθύρους των φίλων που μιλούσαν πίσω από την πλάτη της. Τα λόγια τους δεν είχαν κακεντρέχεια αλλά μόνο συμπάθεια, πράγμα που την πονούσε ακόμη περισσότερο. Ήξερε ότι ο Λούθιεν και η Σιόμπαν είναι εραστές, το ήξερε από καιρό, αλλά μόνο τώρα, με την επανάσταση να πλησιάζει στο τέλος της και να φαίνονται πια οι προοπτικές της ζωής μετά τον πόλεμο, άρχισε η Κατρίν να αντιλαμβάνεται το βάρος αυτής της αλήθειας.

Περπατούσε μόνη της περνώντας αθόρυβα δίπλα από τους φρουρούς και τους πολεμιστές που ήταν μαζεμένοι γύρω από τις φωτιές, πολλοί παίζοντας τυχερά παιχνίδια ή τραγουδώντας τα παλιά τραγούδια του Εριαντόρ. Μερικοί την είδαν και τη χαιρέτισαν χαμογελώντας πλατιά, κατάλαβαν όμως από την έκφρασή της ότι ήθελε να μείνει μόνη εκείνο το βράδυ, για τούτο δεν την πλησίασαν. Η Κατρίν βγήκε από τη βόρεια πλευρά του στρατοπέδου στα σκοτεινά χωράφια όπου τα άστρα έμοιαζαν πιο κοντά, κι εκεί στάθηκε μόνη με τις σκέψεις της.