Выбрать главу

Ο πόλεμος, που είχε αρχίσει πριν από μόνο έξι μήνες, μάλλον δεν θα κρατούσε άλλους έξι. Και τι θα έμενε τότε για την Κατρίν Ο’ Χέιλ; Είτε νικούσαν το Άβον είτε όχι, ένιωθε ότι η ζωή χωρίς τον Λούθιεν δεν θα ήταν πλήρης. Είχε ταξιδέψει τριακόσια χιλιόμετρα για να βρεθεί κοντά του, είχε κάνει άλλα τριακόσια μαζί με αυτό τον στρατό, πηγαίνοντας σε αποστολές για το Εριαντόρ και τον αγώνα του, όμως τώρα είχε την αίσθηση ότι όλες οι προσπάθειές της θα ήταν μάταιες.

Ένας λυγμός ήταν ο μοναδικός ήχος που έβγαλε, και της τον άρπαξε από το στόμα ο άνεμος.

Ξαφνιάστηκε, αν και ταυτόχρονα βαθιά μέσα της δεν απόρησε, όταν μια λεπτή μορφή, πολύ πιο μικρόσωμη από την ίδια, ήλθε αθόρυβα και στάθηκε δίπλα της.

Η Κατρίν δεν ήξερε τι να πει. Είχε έλθει εδώ για απομονωθεί και να σκεφτεί αυτά που είχε χάσει, να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα της ζωής της, και να που η Σιόμπαν την είχε ακολουθήσει έξω από το στρατόπεδο.

Η Σιόμπαν!

Η Κατρίν δεν την κοίταξε, δεν μπορούσε να την κοιτάξει. Ρούφηξε τη μύτη της, ξερόβηξε και μετά γύρισε απότομα για να επιστρέψει στο στρατόπεδο.

«Πόσο πεισματάρα και πόσο ηλίθια θα πρέπει να είσαι, αν αφήσεις να σου φύγει ο άνδρας που σε αγαπά και που τον αγαπάς», είπε ξαφνικά η Σιόμπαν σταματώντας την Κατρίν επιτόπου.

Η γυναίκα από το Χέιλ έκανε μεταβολή κοιτάζοντας με απορία την αντίζηλό της. Κι εσύ πόσο ηλίθια θα είσαι αν τον αφήσεις σε μένα; αναρωτήθηκε, αλλά δεν μίλησε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού το πάει η Σιόμπαν.

Η μισοξωτική τίναξε τα μακριά μαλλιά πάνω από τον ώμο της, κοίταξε για μια στιγμή τα άστρα και μετά γύρισε πάλι στην Κατρίν. «Δεν είναι ο πρώτος άνδρας που έχω αγαπήσει», είπε.

Η Κατρίν δεν μπόρεσε να κρύψει τον πόνο από το πρόσωπό της, όταν άκουσε αυτή την επιβεβαίωση του δεσμού τους. Το ήξερε από καιρό, αλλά κάπου βαθιά μέσα της διατηρούσε κάποια τελευταία ίχνη ελπίδας.

»Και δεν θα είναι ο τελευταίος», συνέχισε η Σιόμπαν. Το βλέμμα της υψώθηκε πάλι στα αστέρια, ενώ η Κατρίν δεν ένιωθε να τη μισεί τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή, όταν αναγνώρισε τον ειλικρινή πόνο που είχε απλωθεί στα όμορφα, γωνιώδη χαρακτηριστικά της. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Λούθιεν Μπέντγουιρ», είπε η Σιόμπαν, με φωνή που ήταν ένας ψίθυρος. «Ούτε κι εσένα, Κατρίν Ο’ Χέιλ, και όταν θα είστε θαμμένοι και οι δύο βαθιά στη γη, εγώ, νέα ακόμη με τα μέτρα της φυλής μου, θα προσπαθώ να επισκέπτομαι τους τάφους σας, ή τουλάχιστον να σταματώ και να σας μνημονεύω.

Γύρισε πάλι στην Κατρίν, που την κοίταζε με ανοιχτό το στόμα. Δάκρυα έτρεχαν από τα πράσινα μάτια της και η Κατρίν τα έβλεπε να γυαλίζουν καθώς κυλούσαν στα ψηλά ζυγωματικά της.

»Ναι», συνέχισε η Σιόμπαν. Έκλεισε τα μάτια παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, εισπνέοντας το άρωμα της άνοιξης. «Θα κρατήσω στη μνήμη μου αυτήν τη νύχτα», είπε. «Τις οσμές και τις εικόνες, τη ζεστασιά του αέρα, τον κόσμο που ξαναξυπνά· και όταν στους αιώνες που θα ακολουθήσουν νιώσω πάλι μια τέτοια νύχτα σαν αυτή, θα μου θυμίζει τον Λούθιεν και την Κατρίν, τους δυο ερωτευμένους, το ζευγάρι των θρύλων».

Η Κατρίν την κοίταζε μην ξέροντας πώς να αντιδράσει σε αυτά τα απρόσμενα λόγια και στην ασυνήθιστα ειλικρινή συμπεριφορά της μισοξωτικής.

Η Σιόμπαν την κοίταξε στα μάτια σφίγγοντας το σαγόνι. «Καλά κάνεις και πονάς επειδή ο Λούθιεν κι εγώ γίναμε εραστές», είπε ωμά αιφνιδιάζοντας πάλι την Κατρίν και αντιστρέφοντας ξανά τα συναισθήματά της. «Και όμως», συνέχισε η Σιόμπαν χωρίς δισταγμό, «θεωρώ ότι είναι σε κάποιο βαθμό επίσης δικό μου έργο —όχι: ότι είναι σε μεγάλο βαθμό επίσης δικό μου έργο— το γεγονός ότι ο νεαρός Λούθιεν Μπέντγουιρ έγινε αυτός που έγινε. Αυτός ο άνθρωπος καταλαβαίνει τώρα την αγάπη, και μπορεί να κοιτάξει την Κατρίν Ο’ Χέιλ με το βλέμμα ενός άνδρα και όχι με τα αφελή μάτια ενός φιλήδονου εφήβου.

Η Κατρίν γύρισε αλλού δαγκώνοντας το χείλι της.

»Αρνήσου το αν θέλεις», συνέχισε η Σιόμπαν, καθώς την πλησίαζε αναγκάζοντάς την να την κοιτάξει πάλι. «Άφησε την ανόητη περηφάνια σου να παγώσει την καρδιά σου αν θέλεις. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ αγαπάει εσένα, μόνο εσένα, και ότι εγώ δεν σε απειλώ».

Η Σιόμπαν της χαμογέλασε εγκάρδια τότε, ένα απαραίτητο τέλος, πριν απομακρυνθεί αφήνοντας την Κατρίν μόνη με τις σκέψεις της, μόνη με τη νύχτα.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ κατασκήνωσαν νότια του Μπρόνεγκαν εκείνο το βράδυ, μαζί με μια δύναμη που είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από τον στρατό που ήταν στρατοπεδευμένος στο Γκλεν Άλμπιν. Μετά την ήττα του, ο Έσταμπρουκ είχε μιλήσει όντως στους “φίλους” του όπως του είχε ζητήσει ο Λούθιεν, δίνοντας στους δύο συντρόφους κάποια περιθώρια και χρόνο.