Ο Έσταμπρουκ, αριστοκράτης ως το τέλος, παραχώρησε αμέσως και απροκάλυπτα στον Λούθιεν τη θέση της ηγεσίας που είχε κερδίσει πάνω στους χίλιους συγκεντρωμένους ιππείς. Ο Λούθιεν τον κοίταζε ανήσυχος όταν το έκανε, ξέροντας ότι μια τέτοια αλλαγή δεν θα ήταν εύκολη.
Η Καϊρίν Κάλθγουεϊν, μια γιγαντόσωμη, δυνατή γυναίκα, η καλύτερη ιππέας σε όλο το Έραντοχ, την οποία είχε νικήσει ο Έσταμπρουκ σε μονομαχία πριν από μερικές μέρες όπως κι άλλους πολεμιστές, διεκδίκησε πάλι αυτήν τη θέση. Σύμφωνα με τον αρχαίο κώδικα των ιππέων, ο τίτλος δεν μπορούσε να περάσει από ξένο σε ξένο.
Ο Λούθιεν, σαν γιος κόμη, γνώριζε τα θέματα εθιμοτυπίας και καταλάβαινε τις βασικές παραδόσεις του Έραντοχ. Ο Έσταμπρουκ είχε πάρει ηγετική θέση νικώντας την αρχηγό των ιππέων, αλλά αυτή η θέση ήταν αναγκαστικά προσωρινή.
Ουσιαστικά, πολύ προσωρινή. Ο Έσταμπρουκ ήταν ξένος, και όταν οι βουνήσιοι θα αποφάσιζαν ποια τελικά θα ήταν η σειρά προτεραιότητας ανάμεσά τους, θα προκαλούσαν τον Μαύρο Ιππότη σε μονομαχία ένας-ένας, οπότε αυτός θα έπρεπε να τους νικήσει όλους. Και αν κάποιος από τους καβαλάρηδες τον νικούσε, δεν θα έδειχνε έλεος.
«Η Καϊρίν Κάλθγουεϊν είναι η νόμιμη αρχηγός;» ρώτησε ο Λούθιεν τους ιππείς γύρω του.
«Δικαιωματικά, χάρη στα κατορθώματα και στο αίμα της», απάντησε ένας, ενώ οι άλλοι συμφωνούσαν με καταφατικά νεύματα.
«Δεν ήλθα στο Έραντοχ για να γίνω αρχηγός σας», τους διαβεβαίωσε ο Λούθιεν, «αλλά για να ζητήσω τη συμμαχία σας. Να ζητήσω να ενωθείτε μαζί μου και με τον λαό του Κάερ Μακντόναλντ ενάντια στον Γκρινσπάροου, που δεν είναι βασιλιάς μας».
Οι άνδρες και οι γυναίκες του Έραντοχ δεν ήταν πολύπλοκοι άνθρωποι. Όντας η ζωή τους απλή και τίμια, ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη σειρά από κανόνες, βασικές κατευθυντήριες γραμμές που εξασφάλιζαν την επιβίωση και την τιμή τους. Έτσι, ο Λούθιεν δεν χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο. Όταν ξεκίνησε για να γυρίσει στο Μπρόνεγκαν, οι καβαλάρηδες του Έραντοχ δεν ήταν πίσω του, ήταν δίπλα του. Ο Λούθιεν με τον Όλιβερ είχαν την αίσθηση ότι οι ανεξάρτητοι κάτοικοι του Έραντοχ ήθελαν από την αρχή να προσχωρήσουν στην επανάσταση, αλλά δεν το είχαν κάνει, επειδή ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν τον Μαύρο Ιππότη.
Οι δύο φίλοι με τον Έσταμπρουκ και τους καβαλάρηδες του Έραντοχ είχαν κατασκηνώσει τώρα νότια του Μπρόνεγκαν μαζί με εκατοντάδες αγρότες, που πήραν ευχαρίστως τα όπλα για τον αγώνα, όταν έμαθαν ότι το Έραντοχ προσχώρησε στην επανάσταση.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ έμειναν ξύπνιοι μέχρι αργά, με τον χάφλινγκ τυλιγμένο σε κουβέρτες να προσπαθεί να καθαρίσει τα υπέροχα ρούχα του και να γυαλίσει την αγκράφα της ζώνης και το ξίφος του. Ο Όλιβερ είχε βάλει το μοβ παντελόνι του στη φωτιά για να στεγνώσει, ήταν όμως πολύ κοντά στις φλόγες και ο Λούθιεν χαμογέλασε σιωπηλά όταν είδε ότι το παντελόνι άρχισε να καπνίζει.
Ο χάφλινγκ στρίγγλισε όταν το πρόσεξε. Το τράβηξε από τη φωτιά ρίχνοντας ένα θυμωμένο βλέμμα στον ικανοποιημένο φίλο του.
«Ήμουν έτοιμος να σου το πω», είπε ο Λούθιεν με αθώο ύφος.
«Δεν μου το είπες όμως!» είπε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους, όπως τους είχε σηκώσει και ο Όλιβερ την ίδια εκείνη μέρα, μετά την οδυνηρή μονομαχία του Λούθιεν με τον Μαύρο Ιππότη. «Άλλαξα γνώμη», απάντησε ο νεαρός Μπέντγουιρ μιμούμενος τη γασκωνική προφορά του φίλου του.
Ο Όλιβερ πήρε ένα ξύλο για να τον χτυπήσει και ο Λούθιεν σήκωσε το χέρι του για να αποκρούσει το χτύπημα, αλλά με την κίνηση τον πόνεσε ο τραυματισμένος ώμος του. Γέλασε βογγώντας ταυτόχρονα.
Την ίδια στιγμή πλησίασε στη φωτιά τους ο Έσταμπρουκ κρατώντας ένα μικρό αγγείο. Έμοιαζε να έχει το μισό μέγεθος χωρίς την επιβλητική πανοπλία του Μαύρου Ιππότη. «Ένα βάλσαμο», εξήγησε πλησιάζοντας τον Λούθιεν. «Θα καθαρίσει τα τραύματά σου και θα μαλακώσει τον πόνο. Θα τα βοηθήσει να επουλωθούν σωστά». Σαν ανήσυχη μητέρα, ο ιππότης έσκυψε πάνω από τον Λούθιεν παίρνοντας με το χέρι του από το βάζο μια ποσότητα από την γκρίζα δύσοσμη αλοιφή.
Ο Λούθιεν έγειρε το κεφάλι για να απομακρύνει τα μακριά μαλλιά του από τον ώμο, ώστε να μπορέσει να του βάλει την αλοιφή ο Έσταμπρουκ. Στο μεταξύ, αυτός και ο Όλιβερ κοίταζαν με περιέργεια τον ιππότη. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο Έσταμπρουκ, ο Πρώτος από τους Έξι Ιππότες, βρισκόταν στο Εριαντόρ αυτή την εποχή. Ο Λούθιεν δεν είχε βρει την ευκαιρία να τον ρωτήσει ως τώρα, γιατί όλη τη μέρα ταξίδευαν κάνοντας συζητήσεις για τη συμμαχία του Έραντοχ με τον επαναστατικό στρατό. Αλλά δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.