Выбрать главу

«Φέρε τη λεκάνη μου», είπε ο Πάραγκορ.

«Αυτή από το κόκκινο σίδερο;» ρώτησε ο Θόουατλ.

«Φυσικά», είπε κοφτά ο Πάραγκορ, κάνοντας έναν εκνευρισμένο μορφασμό όταν είδε την έκφραση αμφιβολίας του Θόουατλ. Ο Κυκλωπιανός έφυγε όμως και γύρισε λίγο αργότερα κρατώντας τη λεκάνη.

«Τη χρησιμοποιείς πάρα πολύ», τόλμησε να προειδοποιήσει τον δούκα.

Τα μάτια του Πάραγκορ στένεψαν. Για φαντάσου, ένας Κυκλωπιανός να τον επιπλήττει για τη χρήση της μαγείας!

»Εσύ ο ίδιος μου είπες ότι η μαντεία είναι επικίνδυνη και δύσκολη», διαμαρτυρήθηκε ο Κυκλωπιανός.

Ο Πάραγκορ συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα, ώσπου ο μονόφθαλμος σήκωσε τους ώμους του και σώπασε. Ο Πάραγκορ δεν θα τον τιμωρούσε για την αυθάδειά του, γιατί ήξερε ότι τα λόγια του είχαν κάποια δόση αλήθειας. Η μαντεία με την οποία ο μάγος στέλνει τα μάτια και τα αφτιά του σε μακρινά μέρη, είναι μια λεπτή διαδικασία. Μπορεί να δει και να ανακαλύψει πολλά, συχνά όμως όσα δεν είναι παρά μισές αλήθειες. Ο Πάραγκορ μπορούσε να εντοπίσει ένα συγκεκριμένο γνωστό μέρος ή ένα συγκεκριμένο γνωστό του πρόσωπο —στις τελευταίες περιπτώσεις, όπως επίσης στην τωρινή, το πρόσωπο αυτό ήταν ο Έσταμπρουκ— αλλά αυτή η μαγική κατασκοπία είχε και τους περιορισμούς της. Ένας πραγματικός κατάσκοπος ή ανιχνευτής αφού συγκεντρώσει τις περισσότερες πληροφορίες του πριν ακόμη φτάσει στον στόχο, κατόπιν μπορεί να τις χρησιμοποιήσει άμεσα, γιατί αυτές οι πληροφορίες είναι αντικειμενικές. Το μάτι ενός μάγου όμως συνήθως πηγαίνει απευθείας στην καρδιά, έτσι δεν μπορεί να παρατηρήσει τα αδιόρατα γεγονότα που περιβάλλουν τον στόχο, γεγονότα που συχνά αποδεικνύονατι πολύ πιο σημαντικά.

Η μαντεία έχει τους περιορισμούς της, το κόστος της και τις παγίδες της. Απαιτεί μεγάλη μαγική ενέργεια, μπορεί να γίνει εθιστική σαν ναρκωτικό. Συχνά τα ερωτήματα που προκύπτουν για τον μάγο είναι περισσότερα από τις απαντήσεις που παίρνει, έτσι επιστρέφει ξανά και ξανά στην κρυστάλλινη σφαίρα ή στη μαγική λεκάνη του, για να στείλει κάπου μακριά την μαγική ματιά ή την ακοή του. Ο Πάραγκορ γνώριζε μάγους που τους βρήκαν νεκρούς στην καρέκλα, μπροστά από το μαντικό τους αντικείμενο, στραγγισμένους από τη ζωτική τους δύναμη.

Τώρα όμως ο δούκας έπρεπε να ξανακοιτάξει το Εριαντόρ. Είχε δει την ήττα στο Πορτ Τσάρλι, τη σφαγή στην πεδιάδα του Μόντφορτ, την πορεία προς το Έραντοχ, και όλα αυτά οδηγούσαν αναπόφευκτα στο Τείχος του Μαλπουισάν, που ήταν στην περιοχή του.

Ο Θόουατλ έβαλε τη λεκάνη σε ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι στο ιδιαίτερο γραφείο του δούκα, ένα λιτό δωμάτιο με λιγοστά έπιπλα, κάποιο τραπέζι, ένα μεγάλο αλλά απλό γραφείο με καρέκλα, ένα μικρό ντουλάπι και ένα έπιπλο με αρκετές εκατοντάδες συρταράκια, στον τοίχο. Κατόπιν ο Κυκλωπιανός πήγε στο ντουλάπι και πήρε μια κανάτα με προετοιμασμένο νερό. Άρχισε να το αδειάζει στη λεκάνη, αλλά το νερό πιτσίλισε και ο Πάραγκορ του πήρε θυμωμένος την κανάτα παραμερίζοντάς τον με ένα χτύπημα.

Ο Θόουατλ κούνησε το μεγάλο κεφάλι του. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τον δούκα τόσο ταραγμένο.

Ο Πάραγκορ, αφού γέμισε τη λεκάνη, έβγαλε ένα λεπτό μαχαίρι κάτω από τις τεράστιες πτυχές του καφεκίτρινου χιτώνα του. Άρχισε να ψέλνει σιγά κουνώντας το χέρι του πάνω από τη λεκάνη, μετά κάρφωσε την παλάμη του αφήνοντας το αίμα να στάξει μέσα στο νερό.

Οι ψαλμοί συνεχίστηκαν για πολλά λεπτά, ενώ ο Πάραγκορ χαμήλωνε σιγά-σιγά το πρόσωπό του μέχρι που απείχε μερικά εκατοστά μόνο από τη λεκάνη. Κοίταξε βαθιά μέσα στον στρόβιλο του κόκκινου νερού.

Κοίταξε τις εικόνες που σχηματίστηκαν…

«Μια εύκολη νίκη», έλεγε ένας νεαρός. Ο Πάραγκορ, βλέποντας τον μανδύα που φορούσε, κατάλαβε ότι ήταν η Πορφυρή Σκιά! Βρισκόταν μέσα σε κάποια μεγάλη σκηνή και γύρω του υπήρχαν κάμποσα παράξενα άτομα: ένας κομψευόμενος χάφλινγκ, ένας γέρος που του ήταν άγνωστος και τρεις γυναίκες, όλες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Μία ήταν ψηλή, δυνατή με κόκκινα μαλλιά, μια άλλη ήταν πολύ πιο μικρόσωμη —είχε ίσως αίμα νεραϊδογέννητων— με γωνιώδη χαρακτηριστικά και μακριά σταρόχρωμα μαλλιά, ενώ η τρίτη ήταν σκληροτράχηλη και φορούσε τις γούνες των βουνήσιων. Ο Πάραγκορ την αναγνώρισε, ήταν η Καϊρίν Κάλθγουεϊν, η γυναίκα που νίκησε ο Έσταμπρουκ για να γίνει αρχηγός των καβαλάρηδων του Έραντοχ.

«Μα ο στρατός ήταν έτοιμος για μάχη», απάντησε ο δανδής χάφλινγκ με βαριά προφορά της Γασκόνης. «Και τώρα δεν έχουμε μάχη να του δώσουμε!»

Ο Πάραγκορ δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο χάφλινγκ, αλλά δεν άφησε τον νου του να περιπλανηθεί σε αναρωτήσεις. Έστειλε το βλέμμα του στις άκρες της λεκάνης αναζητώντας τον στόχο του, ώσπου είδε τον Έσταμπρουκ να κάθεται παθητικά σε ένα σκαμνί ακουμπώντας στο παραπέτο της σκηνής. Τι συνέβη και είναι τόσο αδρανής ο ιππότης; αναρωτήθηκε ο μάγος-δούκας. Η παραίτηση που είδε στο πρόσωπο του Έσταμπρουκ μπορεί να ήταν το πιο ανησυχητικό μήνυμα απ’ όλα!