Σιγά-σιγά ο Πάραγκορ συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να ξεφεύγει από την αρχική του πορεία. Ένιωθε ήδη το βάρος της μαγείας, δεν θα μπορούσε να αντέξει πολύ ακόμη. Κοντά στο κέντρο του αντίσκηνου και της λεκάνης, η Πορφυρή Σκιά μιλούσε πάλι.
«Οι άνθρωποι του Εριαντόρ ενώθηκαν σαν τα δάχτυλα ενός χεριού», είπε γεμάτος ποιητική διάθεση, όπως φαίνεται, ενώ σήκωνε το χέρι του στον αέρα. «Ενώθηκαν σαν μια γροθιά».
«Μια γροθιά που χτύπησε τον Γκρινσπάροου στη μύτη», είπε ο γέρος. «Γερό χτύπημα, αλλά του κάναμε πραγματική ζημιά;»
«Το Εριαντόρ είναι δικό μας», δήλωσε η κοκκινομάλλα.
«Μέχρι πότε;» ρώτησε κυνικά ο γέρος.
Αυτό τους σταμάτησε όλους. «Ο Γκρινσπάροου είναι στη Γασκόνη, αυτό το ξέρουμε με βεβαιότητα», συνέχισε ο γέρος. «Αλλά θα γυρίσει σύντομα, πιστεύω».
«Να σου θυμίσω ότι το σχέδιο ήταν δικό σου», διαμαρτυρήθηκε ο χάφλινγκ.
«Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάσαμε».
«Απλώς πετύχαμε τον στόχο μας πιο εύκολα», απάντησε ο χάφλινγκ.
«Όχι όμως και με το ίδιο αποτέλεσμα για την Μπλόφα του Όλιβερ», απάντησε ο γέροντας. «Φοβάμαι ότι δεν τελειώσαμε ακόμη».
«Γιατί, τι έχει απομείνει;» ρώτησε ο χάφλινγκ.
«Εβδομήντα χιλιόμετρα δεν είναι τόσο μεγάλη πορεία την άνοιξη», είπε ο γέρος με πονηρό ύφος.
Η εικόνα μέσα στη λεκάνη θόλωσε καθώς ο Πάραγκορ έχασε την αυτοσυγκέντρωσή του από το σοκ. Ο κοκαλιάρης μάγος-δούκας ανασηκώθηκε κάτασπρος από τη λεκάνη κι έπεσε πίσω. Στο Πρίνσταουν! Οι επαναστάτες είχαν το θράσος να μιλούν για μια πορεία κατά του Πρίνσταουν!
Ο Πάραγκορ καταλάβαινε πολύ καλά τον κίνδυνο. Η δύναμη των επαναστατών δεν ήταν μικρή και ο Γκρινσπάροου δεν είχε ενεργήσει αρκετά γρήγορα. Οι στρατιές του Άβον δεν ήταν συγκεντρωμένες για πορεία, ενώ άλλωστε απείχαν πολύ μακριά από το Πρίνσταουν. Και οι επαναστάτες είπαν ότι είχαν κερδίσει ήδη άλλη μια μάχη. Ποια ήταν αυτή;
Το Τείχος του Μαλπουισάν;
Ο κοκαλιάρης δούκας πέρασε επανειλημμένα το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Έπρεπε να καθίσει στο σκοτάδι και να συγκεντρωθεί, να σκεφτεί. Αυτά τα λίγα που ήξερε δεν ήταν αρκετά, αλλά είχε κουραστεί.
Αυτοί είναι οι περιορισμοί —και το κόστος— της μαγείας.
«Το Πρίνσταουν», είπε η Σιόμπαν, συνεχίζοντας τον συλλογισμό του Μπριντ’Αμούρ. «Το Κόσμημα τον Άβον».
«Η Μπλόφα του Όλιβερ θα παιχτεί με μεγαλύτερο στοίχημα», συμφώνησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Ο Γκρινσπάροου δεν θα το περιμένει ούτε θα το πιστέψει», είπε ο Όλιβερ. Μετά, πρόσθεσε με πιο σιγανή φωνή, για να τον ακούσει μόνο ο Λούθιεν: «Αφού εγώ στέκομαι εδώ και το ακούω, αλλά πάλι δεν το πιστεύω».
«Το Πρίνσταουν είναι απομονωμένο», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Δεν υπάρχει καμιά σημαντική στρατιωτική δύναμη σε ακτίνα τριακοσίων χιλιομέτρων».
Η Σιόμπαν είχε μια μπερδεμένη έκφραση, από τη μια μεριά αμφέβαλλε ότι είναι δυνατό να καταλάβουν το Πρίνσταουν, μα από την άλλη της είχε κινήσει το ενδιαφέρον αυτή η κίνηση. «Μπορούν να στείλουν έναν άλλο στόλο», είπε, «για να παρακάμψουν το τείχος και να μας αποκόψουν από το υπόλοιπο Εριαντόρ».
«Μπορούν», συμφώνησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά μην υποτιμάς τους Εριαντοριανούς που δεν έχουν προσχωρήσει ακόμη στον αγώνα μας και την προθυμία τους να το κάνουν. Το Τσάλμπερς είναι μια αρκετά μεγάλη πόλη και οι κάτοικοί του δεν είναι τυφλοί, ξέρουν τι έχει συμβεί στα βουνά, στο Τείχος του Μαλπουισάν. Άλλωστε», πρόσθεσε ο μάγος χαμογελαστός, τρίβοντας τα χέρια του, «θα χτυπήσουμε γρήγορα, μέσα στη βδομάδα».
Ο Όλιβερ ήξερε ότι αυτή μπορεί να ήταν η μοναδική του ευκαιρία για να τον γράψει η ιστορία συνδέοντας το όνομά του με μια τολμηρή επίθεση. Ήξερε επίσης ότι μπορεί να σκοτωθούν όλοι σε κάποιο πεδίο μάχης νότια του Εριαντόρ. Μεγάλο ρίσκο, αν σκεφτεί κανείς ότι ο αρχικός στόχος της επανάστασης (η οποία, ουσιαστικά, είχε αρχίσει κατά λάθος!) είχε ήδη επιτευχθεί. «Το Πρίνσταουν;» ρώτησε, τραβώντας την προσοχή των άλλων. «Αλλά για ποιο λόγο;»
«Για να πετύχουμε ανακωχή», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ χωρίς δισταγμό. Ο μάγος είδε ότι το πρόσωπο του Λούθιεν σκοτείνιασε.
»Σκεφτόσουν να φτάσεις μέχρι το τέλος;» τον επέπληξε. «Θέλεις να μπούμε στο Άβον και να κατακτήσουμε το Καρλάιλ; Θα έπρεπε σε μια τέτοια περίπτωση να προελάσει νότια όλο το Εριαντόρ, όμως και πάλι ο εχθρός θα ήταν τριπλάσιος!»
Ο Λούθιεν δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να σκεφτεί, ούτε τι στ’ αλήθεια ένιωθε. Η ολοκλήρωση του σχεδίου τους είχε έλθει εύκολα, το τείχος ήταν δικό τους ουσιαστικά. Το Εριαντόρ είχε ελευθερωθεί από τη σκιά του Γκρινσπάροου. Για πόσο καιρό όμως; είχε ρωτήσει ο Μπριντ’Αμούρ. Τότε ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι αυτός ο πόλεμος απείχε πολύ από το να τελειώσει, ο Γκρινσπάροου θα τους χτυπούσε ξανά και ξανά. Θα μπορούσαν να νικήσουν ολοκληρωτικά, ποτέ; Ίσως θα έπρεπε να φτάσουν ως το Καρλάιλ, για να δώσουν τέλος στη σκοτεινή βασιλεία του Γκρινσπάροου μια και καλή.