«Ο λαός του Άβον θα ενωθεί μαζί μας», είπε με κάτι σαν απελπισία στη φωνή του. «Όπως ενώθηκε ο λαός του Εριαντόρ».
Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε να φέρει αντίρρηση, αλλά τον σταμάτησε ο Όλιβερ σηκώνοντας το χέρι. «Έχω εξασκηθεί σε τέτοια πράγματα, μαζί του», είπε ο χάφλινγκ.
«Θα μας δουν σαν εισβολείς», εξήγησε μετά στον Λούθιεν. «Και θα υπερασπιστούν τα σπίτια τους εναντίον μας».
«Τότε σε τι διαφέρει το Πρίνσταουν;» ρώτησε κοφτά ο Λούθιεν, ενοχλημένος από την προφανή αλήθεια.
«Διαφέρει στο ότι δεν είναι παρά μια μπλόφα, η Μπλόφα του Όλιβερ», απάντησε ο χάφλινγκ — μετά ακολούθησε το συνηθισμένο χτύπημα των δαχτύλων. «Και επειδή θέλω να δω τον ζωολογικό κήπο».
«Όταν καταλάβουμε το Πρίνσταουν, θα προτείνουμε ανακωχή στον Γκρινσπάροου», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Με το Πρίνσταουν στα χέρια μας, θα έχουμε κάτι για να διαπραγματευτούμε». Η έκφραση του Λούθιεν έδειχνε αμφιβολίες ακόμη, και ο Μπριντ’Αμούρ τον καταλάβαινε. Ο νεαρός είχε μεγαλώσει σε ένα απομονωμένο νησί, μακριά από τις ίντριγκες της διεθνούς πολιτικής. Σκεφτόταν ότι, αφού ο Γκρινσπάροου είναι τόσο ισχυρός, απλώς θα προέλαυνε βόρεια από το Καρλάιλ και θα έπαιρνε πίσω το Πρίνσταουν δια της βίας, δεν λάβαινε υπόψη του όμως τον παράγοντα της αμηχανίας που θα προκαλούσε η κατάσταση στον Γκρινσπάροου. Ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθεί το Εριαντόρ από τον ζυγό του Άβον ήταν να γίνουν ένα αγκάθι στο πλευρό του βασιλιά, να τον φέρουν σε τόσο δύσκολη θέση στις συνδιαλλαγές του με τα νότια βασίλεια, ιδιαίτερα με τη Γασκόνη, ώστε να μη θέλει να ασχοληθεί πια με το Εριαντόρ. Αν κατακτούσαν το Πρίνσταουν, μπορεί να πετύχαιναν αυτό τον σκοπό — αλλά, από την άλλη, ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι μπορεί επίσης να μην κατάφερναν τελικά τίποτα.
«Αυτό είναι το σχέδιο λοιπόν», είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Παίρνουμε το Πρίνσταουν και μετά τους το προσφέρουμε πίσω».
«Αφού ελευθερώσουμε πρώτα τα ζώα», πρόσθεσε ο Όλιβερ προκαλώντας χαμόγελα σε όλους.
Επιφανειακά ακουγόταν απλό και λογικό. Όμως κανείς τους, ακόμη και ο ίδιος ο Μπριντ’Αμούρ, δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο.
Την επόμενη μέρα ο στρατός έφτασε στο Τείχος του Μαλπουισάν, μία από τις πιο εντυπωσιακές κατασκευές σε όλο το Άβον. Είχε δεκαπέντε μέτρα ύψος και δέκα πλάτος, ενώ το μήκος του έφτανε σχεδόν τα πενήντα χιλιόμετρα, από το ανατολικό άκρο του Άιρον Κρος μέχρι τη Θάλασσα Ντόρσαλ. Κάθε πεντακόσια μέτρα υπήρχαν πύλες, με πιο εντυπωσιακή εκείνη του κάστρου του Νταν Κάριθ, που ξεπρόβαλλε από τα τελευταία απόκρημνα βράχια του βουνού, εκεί όπου η φυσική ορεινή πέτρα ενωνόταν με τους ογκόλιθους του τείχους. Το μισό Νταν Κάριθ ήταν πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, ψηλοί πύργοι και επάλξεις γεμάτες καταπέλτες και μεγαβαλλίστρες, ενώ το άλλο μισό ήταν υπόγειο, ένα δίκτυο από τούνελ γεμάτο τρόφιμα και όπλα.
Βλέποντας το Νταν Κάριθ, ο Λούθιεν, κατάλαβε πόσο σημαντική ήταν αυτή η εύκολη νίκη. Αν ο στρατός του υποχρεωνόταν να καταλάβει το Νταν Κάριθ από τους Πραιτωριανούς Φρουρούς, θα είχε τρομακτικές απώλειες, ενώ μια πολιορκία θα μπορούσε να κρατήσει πολύ χρόνο, μέχρι να αναγκαστούν οι μονόφθαλμοι να παραδοθούν. Η εξέγερση όμως είχε έλθει μέσα από τα τείχη της πόλης, έτσι τώρα το Νταν Κάριθ μαζί με όλο το Τείχος του Μαλπουισάν ήταν δικό τους.
Ο στρατός βρήκε θερμή και εορταστική υποδοχή. Οι Εριαντοριανοί ένιωθαν ανίκητοι, λες και το όνομα του Γκρινσπάροου δεν ήταν πια παρά μια κατάρα κατάλληλη μόνο για να την εκτοξεύουν ενάντια στους εχθρούς τους.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά ακόμη κι αυτός δεν μπόρεσε να μην παρασυρθεί από την εορταστική ατμόσφαιρα, όταν ενώθηκαν οι δυο νικηφόροι στρατοί. Ο μάγος-στρατηγός καταλάβαινε ότι αυτό ήταν καλό για το ηθικό τους: ο εορτασμός ενίσχυε τη συμμαχία εξασφαλίζοντας ότι οι πιο ανεξάρτητες δυνάμεις, όπως οι καβαλάρηδες του Έραντοχ, θα παρέμεναν στους κόλπους της επανάστασης.
Έτσι, απόλαυσαν όσο μπορούσαν εκείνη τη μέρα στο τείχος, αντάλλαξαν ιστορίες για τις δύσκολες νίκες τους όπως επίσης για φίλους που είχαν δώσει τη ζωή τους. Ο στρατός από το Κάερ Μακντόναλντ και από τα βορινά οροπέδια στρατοπέδευσε στην πεδιάδα βόρεια του Νταν Κάριθ εκείνο το βράδυ.