Выбрать главу

Οι δαίμονες μισούν την υποδούλωση, όπως μισούν ακόμη περισσότερο εκείνους που τους την επιβάλλουν, ο Πάραγκορ όμως ήταν σίγουρος για τη δύναμη της μαγείας του. Θα καλούσε τον Κοσνεκάλεν, έναν υποδεέστερο δαίμονα με τον οποίο είχε συναλλαχθεί αρκετές φορές στο παρελθόν.

Οι φλόγες στο μαγκάλι έγιναν από πορτοκαλί κίτρινες και μετά κατάλευκες, με την ένταση και τη μανία τους να μεγαλώνουν καθώς ο Πάραγκορ άρχισε να χορεύει. Ο μάγος περιστρεφόταν μέσα στον κύκλο του χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω από τη γραμμή, φωνάζοντας δυνατά, βάζοντας όλη την καρδιά του στον ανίερο ψαλμό, με τη φωνή του να ανοίγει τις ίδιες τις πύλες της κόλασης.

Σταμάτησε ξαφνικά και, απλώνοντας το αριστερό του χέρι προς τον Θόουατλ, του έδειξε τρεις φορές έξι. Ο Κυκλωπιανός, που δεν ήταν αρχάριος σε αυτή την τρομερή εμπειρία, έβαλε το χέρι στο έκτο διαμέρισμα της έκτης σειράς και έβγαλε μια καφέ γλοιώδη ουσία.

Όταν την άδειασε μέσα στο μαγκάλι, οι φλόγες έγιναν ακόμη πιο δυνατές καίγοντας τόσο έντονα ώστε ο Κυκλωπιανός αναγκάστηκε να κάνει κάμποσα βήματα πίσω. Ο Πάραγκορ, μέσα στον κύκλο, έπεσε στα γόνατα με το αριστερό του χέρι τεντωμένο και τα δάκρυα να ανακατεύονται με τον ιδρώτα πάνω στα χλομά χαρακτηριστικά του.

«Κοσνεκάλεν!» ικέτεψε. Κροταλίσματα σαν αστραπές περικύκλωσαν τις λευκές φλόγες, που έγιναν ακόμη μεγαλύτερες.

Ο Θόουατλ έτρεξε στην απέναντι γωνία του δωματίου, όπου ζάρωσε τρομοκρατημένος στο πάτωμα σκεπάζοντας τα μάτια του.

Μια διχαλωτή γλώσσα ξεπρόβαλε από τις φλόγες και πίσω της εμφανίστηκε μια σκιά, ένα τεράστιο κεφάλι με μεγάλα στριφτά κέρατα. Ένα χέρι με τερατώδεις μυς βγήκε από τη φωτιά, ενώ το ακολούθησε αμέσως ένα δερμάτινο φτερό — ένα τεράστιο δερμάτινο φτερό!

Η έκφραση του Πάραγκορ πέρασε από τον πόνο στην έκσταση και μετά στην περιέργεια. Ο Κοσνεκάλεν που ήξερε ήταν ένας λεπτός δαίμονας με μέγεθος ανθρώπου και μικρά κέρατα. Αυτός εδώ όμως ήταν πολύ μεγαλύτερος και ο Πάραγκορ ένιωθε ήδη ότι ήταν επίσης πολύ πιο ισχυρός.

Δάχτυλα με μακριά νύχια αυλάκωσαν τον αέρα καθώς ξεπρόβαλλε από τη φωτιά ένα δεύτερο χέρι, ώσπου μετά, με μια έκρηξη δύναμης οι φλόγες ξέρασαν ολόκληρο πια τον δαίμονα, ένα γιγάντιο τερατούργημα τρεισήμισι μέτρα ύψος με μαύρη σάρκα και λέπια που κάπνιζαν. Το πρόσωπό του ήταν φιδίσιο, με μακριά μυτερά δόντια να ξεπροβάλλουν από το πάνω σαγόνι του, από τα οποία έσταζε σάλιο, που σφύριζε αχνίζοντας σαν οξύ όταν χτυπούσε στο πέτρινο δάπεδο. Πόδια με τρία νυχάτα, μακριά δάχτυλα έξυσαν ανυπόμονα το δάπεδο, χαράζοντας βαθιές γραμμές στην πέτρα.

«Είσαι ο Κοσνεκάλεν;» ρώτησε ο Πάραγκορ ψιθυριστά.

«Όχι».

«Κάλεσα τον Κοσνε…»

«Ήρθα εγώ στη θέση του Κοσνεκάλεν!» βρυχήθηκε ο δαίμονας με φριχτή φωνή που αντήχησε σαν ξύσιμο και στριγγλιά μαζί στους πέτρινους τοίχους.

Ο Πάραγκορ προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του. Έπρεπε να δείχνει ότι έχει τον έλεγχο, αλλιώς ο δαίμονας θα ξέφευγε από το δωμάτιο καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα του. «Ζητώ μόνο μια απλή υπηρεσία», είπε ο δούκας. «Μια υπηρεσία που θα είναι ευχάριστη για…»

«Ξέρω τι ζητάς, Πάραγκορ», μούγκρισε ο δαίμονας. «Ξέρω».

Ο Πάραγκορ ύψωσε το παράστημά του. «Ποιος είσαι;» ρώτησε, γιατί έπρεπε να ξέρει το όνομα του δαίμονα για να μπορέσει να του επιβληθεί. Ο έμπειρος μάγος ήξερε ότι αυτή είναι δύσκολη κι επικίνδυνη στιγμή, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη και ανακούφιση ο δαίμονας του απάντησε.

«Είμαι ο Πρεχοτέκ», είπε περήφανα. «Αυτός που ήταν μέσα στον Μόρκνεϊ, όταν εκείνος πέθανε.

Ο Πάραγκορ έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Το είχε μάθει αυτό από τον Κοσνεκάλεν, ο οποίος του αφηγήθηκε την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Ο Πάραγκορ είχε αντιληφθεί ότι υπήρχε μεγάλη αντιζηλία ανάμεσα στους δαίμονες.

»Έχασα μέσα από τα χέρια μου μια απόλαυση τότε», συνέχισε ο Πρεχοτέκ συγκρατώντας με δυσκολία τον άγριο θυμό του. «Δεν θα τη χάσω πάλι».

«Μισείς την Πορφυρή Σκιά», συμπέρανε ο Πάραγκορ.

«Θα φάω την καρδιά της Πορφυρής Σκιάς!» απάντησε ο Πρεχοτέκ.

Ο Πάραγκορ χαμογέλασε με κακία. Ήξερε πώς να ανοίξει αυτή την καρδιά στον δαίμονα.

Η μαγική όραση του Πάραγκορ είχε εστιαστεί μονάχα στα γεγονότα βόρεια του Πρίνσταουν, στο Γκλεν Άλμπιν και πιο βόρεια ακόμη, στο Μπρόνεγκαν και στα υψίπεδα του Έραντοχ, όμως αυτή η εστίαση, αυτές οι αυτοεπιβεβλημένες παρωπίδες, δεν του είχαν επιτρέψει να αντιληφθεί τι συμβαίνει στα βορειοδυτικά, πάνω στα βουνά του Άιρον Κρος.

Ο Σάγκλιν στεκόταν περήφανα σ’ εκείνα τα βουνά κοιτάζοντας προς τα ανατολικά, προς τα τείχη και την πόλη του Πρίνσταουν. Αυτός, με τους υπόλοιπους νάνους, σχεδόν τριακόσιοι συνολικά, είχαν φύγει από το Κάερ Μακντόναλντ όταν ξεκίνησε την πορεία του ο στρατός, αλλά είχαν κατεβεί νότια, στην καρδιά των πανύψηλων βουνών όπου το χιόνι ήταν ακόμη πολύ και ο χειμώνας δεν είχε αρχίσει να υποχωρεί. Ο Σάγκλιν είχε πάει για να φρουρήσει τα περάσματα των βουνών, αν και ήξερε, τόσο αυτός όσο και ο Μπριντ’Αμούρ που τον έστειλε, ότι αυτά τα περάσματα θα ήταν κλεισμένα για περισσότερο από ένα μήνα ακόμη ή ίσως και πιο πολύ.