Выбрать главу

Ο Μπριντ’Αμούρ ήταν ο μόνος, εκτός από τους νάνους, ο οποίος ήξερε την πραγματική αποστολή που κρυβόταν πίσω από την επικίνδυνη πορεία του Σάγκλιν. Ο πρώτος στόχος αυτής της αποστολής πραγματοποιήθηκε σε λιγότερο από μια βδομάδα μετά την αναχώρησή τους από το Κάερ Μακντόναλντ, όταν επιτέλους έφτασαν σ’ εκείνο το πολύ βαθύ σπήλαιο, ψηλά στα βουνά. Για πολλά χρόνια οι ταλαιπωρημένοι νάνοι του Μόντφορτ, του τωρινού Κάερ Μακντόναλντ, άκουγαν φήμες για μέλη της φυλής τους που ζούσαν ελεύθερα κάπου στις κορυφές του Άιρον Κρος. Οι περισσότεροι νάνοι ήταν αρκετά μεγάλοι σε ηλικία κι έτσι θυμούνταν καλά τους νάνους των βουνών, που έρχονταν στην πόλη για να εμπορευτούν την εποχή πριν από τον Γκρινσπάροου, ενώ ένας από αυτούς, ένας γέροντας νάνος με γκρίζα γενειάδα, ο οποίος είχε υποδουλωθεί στα ορυχεία από την αρχή σχεδόν της βασιλείας του Γκρινσπάροου, ισχυριζόταν ότι ανήκει σε αυτή τη φυλή, τους απογόνους του Μπούρσο Αϊρονχάμερ. Ο γέροντας είχε επιζήσει μετά από είκοσι χρόνια καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία και μετά από τις άγριες μάχες του Μόντφορτ. Αυτός, και όχι ο Σάγκλιν, έφερε τους νάνους στα χιονισμένα περάσματα οδηγώντας τους μέσα από μυστικά τούνελ, για να φτάσουν τελικά στο βαθύ σπήλαιο, στο βασίλειο των νάνων του Μπούρσο.

Αυτά που είδαν ο Σάγκλιν και οι άλλοι νάνοι της πόλης σε εκείνο το σπήλαιο έκαναν την καρδιά τους να αγαλλιάσει, αφού κατάλαβαν, ίσως για πρώτη φορά, τι σημαίνει να είσαι νάνος. Πολύ κάτω από τη χιονοσκέπαστη κορυφή του βουνού, σε καπνισμένα τούνελ όπου βασίλευαν περισσότερο οι σκιές παρά φως, οι νάνοι γνώρισαν τη φυλή τους, την κληρονομιά τους. Το μέρος λεγόταν Νταν Ντάροου, Κοίτασμα τον Σιδήρου, και ήταν ένα σύμπλεγμα στοών πολλών χιλιομέτρων με μεγάλα σπήλαια. Εκεί ζούσαν και δούλευαν πέντε χιλιάδες νάνοι σε τέλεια αρμονία με την πέτρα, που ήταν η ουσία της ύπαρξής τους. Ο Σάγκλιν είδε θησαυρούς πέρα από κάθε φαντασία, στοίβες χρυσά και ασημένια τεχνουργήματα, αστραφτερά όπλα, αλυσιδωτές πανοπλίες ισάξιες με εκείνες των ισχυρότερων και πλουσιότερων ιπποτών σε όλα τα Νησιά της Θάλασσας του Άβον.

Ο Σάγκλιν και οι δικοί του ήταν νάνοι της πόλης, αλλά τους υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες τόσο ο βασιλιάς των ορυχείων, ο Μπέλικ νταν Μπούρσο όσο και οι εκατοντάδες νάνοι των βουνών, που συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ στις μεγάλες υπόγειες αίθουσες για να ακούσουν τις ιστορίες του πολέμου, για την Πορφυρή Σκιά και τη νίκη στο Μόντφορτ.

Τώρα ο Σάγκλιν, ντυμένος με πλούσιες γούνες, στεκόταν σε έναν βράχο περιμένοντας τον βασιλιά Μπέλικ. Ο βασιλιάς των νάνων ήταν νεότερος από τον Σάγκλιν, με φλογερή κόκκινη γενειάδα και φρύδια τόσο φουντωτά ώστε κρέμονταν χαμηλά πάνω από τα γαλάζια μάτια του. Δεν άργησε στη συνάντηση, και το γοργό του βήμα καθώς πλησίαζε, έδωσε ελπίδες στον Σάγκλιν.

Ήξερε ότι θα ζητούσε πολλά από τον βασιλιά όπως επίσης από τους υπηκόους του και χαιρόταν γιατί ο Μπέλικ ήταν νεαρός νάνος, γεμάτος φλόγα αλλά και μίσος για τον Γκρινσπάροου.

Ο Μπέλικ, αφού ανέβηκε στον βράχο, στάθηκε δίπλα στον Σάγκλιν χαιρετώντας τον με ένα νεύμα. «Δεν τολμάμε να εμπορευτούμε με το Μόντφορτ, από τότε που πήρε τον θρόνο ο μάγος-βασιλιάς», είπε, κάτι που ο Σάγκλιν το είχε ακούσει εκατό φορές μέσα στις δύο μέρες που ήταν στο Νταν Ντάροου.

Ο Μπέλικ ξεφύσηξε. «Πολλοί δεν έχουν βγει από τα βουνά εδώ και είκοσι χρόνια», συνέχισε ο βασιλιάς των νάνων. «Αλλά μας αρέσουν τα βουνά, έτσι είμαστε ικανοποιημένοι».

Ο Σάγκλιν τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να πιστέψει αυτό τον ισχυρισμό.

«Ικανοποιημένοι…», επανέλαβε ο Μπέλικ, αλλά ο τόνος του δεν συμφωνούσε με το νόημα της λέξης. «Όμως δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Οι περισσότεροι δεν έχουν καμιά επιθυμία να κατεβούν στους κάμπους, αλλά ακόμη κι εκείνοι που είναι ευχαριστημένοι εδώ, στενοχωριούνται επειδή δεν μπορούν να βγουν με ασφάλεια από τα βουνά».

«Φυλακισμένοι μέσα στο ίδιο σας το σπίτι», παρατήρησε ο Σάγκλιν.

Ο Μπέλικ κατένευσε. «Ακόμη, δεν μας αρέσει η μεταχείριση που έχει η φυλή μας στους κάμπους». Καθώς μιλούσε, έβαλε το δυνατό του χέρι στον ώμο του Σάγκλιν.

«Θα έλθετε μαζί μου, λοιπόν», συμπέρανε ο Σάγκλιν. «Στα ανατολικά».