Ο Μπέλικ κατένευσε πάλι. «Έρχεται πάλι καταιγίδα στα βουνά», είπε. «Ο χειμώνας δεν λέει να φύγει. Αλλά έχουμε άλλους τρόπους για να ταξιδέψουμε, υπόγειες στοές που θα μας πάνε στο ανατολικό άκρο του Νταν Ντάροου».
Ο Σάγκλιν χαμογέλασε προσπαθώντας να κρύψει τα συναισθήματά του. Να λοιπόν που μπορεί να επέστρεφε στη μάχη! Να επέστρεφε στο πλευρό του Λούθιεν και της Σιόμπαν με πέντε χιλιάδες οπλισμένους και θωρακισμένους νάνους πολεμιστές πίσω του.
Ο Λούθιεν καθόταν μόνος του πάνω σε κάποιον κομμένο κορμό δέντρου, αφήνοντας τη διάθεσή του να γίνει ένα με το μελαγχολικό απόγευμα. Ήξερε ότι ο Όλιβερ είχε δίκιο. Τις τελευταίες βδομάδες προσπαθούσε να αποφύγει τα συναισθήματά του. Πρώτα έστειλε την Κατρίν στο Πορτ Τσάρλι και μετά το έσκασε με τον Όλιβερ για το Γκλεν Άλμπιν. Προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη δειλία του στο μέτωπο του έρωτα τονίζοντας τη γενναιότητά του στο μέτωπο του πολέμου.
Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι όμως. Στο στρατόπεδο επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός και κυκλοφορούσαν φήμες ότι γρήγορα θα περνούσαν το Τείχος του Μαλπουισάν για να προελάσουν νότια, αλλά ξαφνικά η μάχη είχε αρχίσει να του φαίνεται δευτερεύουσα. Πίστευε ότι μπορούν να νικήσουν, να πάρουν το Πρίνσταουν και να αναγκάσουν τον Γκρινσπάροου να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία τους, αλλά μετά τι θα ακολουθούσε; Θα γινόταν ο ίδιος βασιλιάς του Εριαντόρ;
Και αν γινόταν, θα ήταν η Κατρίν η βασίλισσά του;
Όλα επέστρεφαν αναπόφευκτα σε αυτό το πρόβλημα. Καθισμένος πάνω στο δέντρο, κοιτάζοντας το αδάμαστο Νταν Κάριθ, ένα σκοτεινό περίγραμμα στον γκρίζο ουρανό που σκοτείνιαζε γοργά καθώς χαμήλωνε ο ήλιος, ο Λούθιεν ένιωθε έντονα τη σύγκρουση μέσα του, μια σύγκρουση ανάμεσα στις ευθύνες του απέναντι στο Εριαντόρ και τις ευθύνες του απέναντι στον εαυτό του. Ήθελε να είναι η Πορφυρή Σκιά, ο αρχηγός της επανάστασης, ήθελε όμως επίσης να είναι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, γιος του κόμη ενός μικρού νησιού, που περνούσε τον καιρό του λαβαίνοντας μέρος σε φιλικές μονομαχίες στην αρένα και κάνοντας έρωτα με την Κατρίν Ο’ Χέιλ στο δάσος.
Είχε φτάσει τόσο μακριά, τόσο γρήγορα, αλλά το ταξίδι δεν θα άξιζε τον κόπο αν του στοίχιζε τη γυναίκα που αγαπούσε.
«Δειλέ!» είπε στον εαυτό του. Σηκώθηκε, τεντώθηκε, μετά στράφηκε προς το στρατόπεδο και άρχισε να περπατά. Ήξερε πού θα είναι η Κατρίν, σε ένα μικρό αντίσκηνο στο βόρειο άκρο του μεγάλου στρατοπέδου, όπως ήξερε επίσης ότι έπρεπε να την αντιμετωπίσει τώρα αμέσως βάζοντας ένα τέλος στον φόβο του.
Μέχρι να φτάσει στο αντίσκηνο της Κατρίν, είχε πέσει ο ήλιος. Ένα φανάρι ήταν αναμμένο μέσα στη σκηνή, κι έτσι μπόρεσε να δει τη σιλουέτα της Κατρίν καθώς εκείνη έβγαζε το δερμάτινο χιτώνιό της. Κοίταξε τις αρμονικές καμπύλες γραμμές της σκιάς της για λίγο γεμάτος θαυμασμό και πάθος. Ήξερε ότι η Σιόμπαν είχε δίκιο. Νοιαζόταν πραγματικά για την Σιόμπαν, αλλά αυτή η γυναίκα, η Κατρίν, ήταν ο αληθινός του έρωτας. Όταν θα τελείωνε η τρελή φρενίτιδα της επανάστασης, ακόμη και αν θα νικούσαν, η νίκη δεν θα είχε νόημα για τον Λούθιεν Μπέντγουιρ αν δεν στεκόταν δίπλα του η Κατρίν.
Ήξερε ότι έπρεπε να μπει εκείνη τη στιγμή στο αντίσκηνο και να της τα πει όλα τούτα, αλλά δεν μπορούσε. Απομακρύνθηκε πάλι μέσα στο σκοτάδι βρίζοντας τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας κάθε λογικό επιχείρημα για να ξεπεράσει τον φόβο του.
Του πήρε δύο ώρες για να συγκεντρώσει το κουράγιο του και να γυρίσει κρατώντας τώρα και ο ίδιος ένα φανάρι, με τα ρούχα του μουσκεμένα από την ομίχλη που είχε σηκωθεί και τα κόκαλά του περονιασμένα από τον παγερό αέρα.
«Ίσια μέσα!» ψιθύρισε αποφασισμένα προχωρώντας με γρήγορο βήμα. «Κατρίν…» είπε σιγά όταν έφτασε στο παραπέτασμα της σκηνής. Το παραμέρισε και, βάζοντας το κεφάλι του μέσα, έφερε μπροστά το φανάρι που κρατούσε.
Και τότε πάγωσε από φρίκη.
Η Κατρίν κειτόταν διαγώνια πάνω στο κρεβάτι εκστρατείας με τους ώμους να κρέμονται από κάτω, το κεφάλι της και το ένα χέρι να ακουμπούν στο έδαφος. Ο Λούθιεν χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι βλέπει και να καταφέρει μετά να πάρει το βλέμμα του από το απίστευτο θέαμα.
Για να δει τον γιγάντιο δαίμονα, που ήταν συσπειρωμένος μέσα στις σκιές δίπλα στο κρεβάτι της Κατρίν γεμίζοντας όλη τη γωνία του αντίσκηνου με τον όγκο του.
«Με θυμάσαι, ανόητε άνθρωπε;» μούγκρισε ο Πρεχοτέκ κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Με μια αστραπιαία κίνηση ο Λούθιεν άφησε κάτω το φανάρι τραβώντας συγχρόνως τον Τυφλωτή. Έβγαλε μια κραυγή και όρμησε μπροστά στα τυφλά. Η επίθεση αιφνιδίασε τον δαίμονα, που ήταν πιο συνηθισμένος να βλέπει τους ανθρώπους να ζαρώνουν μπροστά του και να το βάζουν στα πόδια.