Ο Λούθιεν κατέβασε τον Τυφλωτή πάνω στο ένα σηκωμένο χέρι του Πρεχοτέκ χαράζοντας πάνω του μια γραμμή από γκριζοπράσινο αίμα, που σφύριζε και κάπνιζε όπου έσταζε στο έδαφος.
Ο Λούθιεν συνέχισε να χτυπά με ασυγκράτητη μανία ουρλιάζοντας. Δεν σκεφτόταν με τι πλάσμα πολεμά, δεν φοβόταν για τη ζωή του, το μόνο που ήξερε ήταν ότι η αγαπημένη του Κατρίν κειτόταν στο κρεβάτι, ίσως νεκρή, σκοτωμένη από αυτό το μοχθηρό τέρας.
Η φρενίτιδά του συνεχίστηκε και κατάφερε να χτυπήσει τον δαίμονα πάνω από δέκα φορές, μέχρι να εξαπολύσει ο Πρεχοτέκ μια αστραπή η οποία πέταξε τον Λούθιεν προς τα πίσω, πάνω στον ορθοστάτη της σκηνής. Πετάχτηκε όρθιος αμέσως με τα μαλλιά του ορθωμένα και τα μάτια του να έχουν θολώσει καθώς προσπαθούσε να ελέγξει τους μυϊκούς σπασμούς και να σφίξει γερά το σπαθί του.
«Θα σε κάψω ζωντανό», έγρουξε ο Πρεχοτέκ με μια φρικτή βραχνή φωνή. «Θα…»
Ενώ ο Λούθιεν ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη ορμώντας ξανά, ο δαίμονας άπλωσε το πελώριο φτερό του για να τον σταματήσει. Δέχτηκε ένα χτύπημα στο τεράστιο στήθος του, αλλά είχε ήδη ανακόψει την ορμή του Λούθιεν, έτσι το σπαθί δεν χώθηκε βαθιά.
Ο Λούθιεν κατρακύλησε στο πλάι, όμως πετάχτηκε ξανά όρθιος και γύρισε ταυτόχρονα χτυπώντας πίσω του με το σπαθί, σίγουρος ότι ο δαίμονας θα τον ακολουθούσε.
Ο Πρεχοτέκ όμως είχε σταματήσει έξω από την ακτίνα του σπαθιού του μουγκρίζοντας χλευαστικά. Αμέσως μετά, πετάχτηκε ξαφνικά πάνω και οι τεράστιοι ώμοι του ανασήκωσαν όλο το αντίσκηνο.
Ο Λούθιεν είδε μια λάμψη, τη λάμα ενός λεπτού ξίφους να προεξέχει από το πίσω μέρος του αντίσκηνου πάνω από το ράντζο της Κατρίν, στοχεύοντας τον πισινό του Πρεχοτέκ.
«Α!» ακούστηκε μια θριαμβευτική κραυγή έξω από τη σκηνή.
Ο Πρεχοτέκ τίναξε το χέρι του και μια μπάλα φωτιάς διέλυσε το ύφασμα της σκηνής σε εκείνο το σημείο αποκαλύπτοντας έναν πολύ έκπληκτο Όλιβερ ντε Μπάροους.
«Μπορεί όμως και να κάνω λάθος», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ καθώς γύριζε ο δαίμονας.
Ένα βέλος πέρασε πάνω από τον ώμο του Όλιβερ, για να καρφωθεί κατευθείαν στο απαίσιο φιδίσιο πρόσωπο του δαίμονα.
Ο Πρεχοτέκ μούγκρισε, ένας φρικτός εξώκοσμος ήχος, ενώ ο Λούθιεν αισθανόταν να ορθώνονται οι τρίχες στον σβέρκο του. Παρ’ όλα αυτά όρμησε πάλι, με τη σκέψη της Κατρίν να νικά τον τρόμο του.
Κατάφερε να χτυπήσει τον Πρεχοτέκ μια φορά με τον Τυφλωτή, όμως αμέσως ένα πελώριο χέρι τον πέταξε να κατρακυλήσει στο χώμα, έτσι ώστε ο Λούθιεν είδε τον κόσμο να γυρίζει γύρω του. Βρέθηκε πεσμένος μπρούμυτα σε μια γωνία της σκηνής αλλά τίναξε το κεφάλι του αυτόματα, αναγκάζοντας τον εαυτό του να σηκωθεί στα γόνατα. Είδε τον δαίμονα να πλησιάζει με το οξύ που είχε για σάλιο να στάζει από το μισάνοιχτο, φιδίσιο στόμα του.
Άλλο ένα βέλος και μετά άλλο ένα χτύπησαν τον Πρεχοτέκ, αλλά αυτός δεν έδωσε καν σημασία. Ο Όλιβερ όρμησε μέσα στη σκηνή, τον κάρφωσε με το ξίφος και μετά πετάχτηκε πάλι έξω, όμως ο Πρεχοτέκ και πάλι δεν σταμάτησε.
Ο Πάραγκορ του είχε δώσει εντολή να μη σκοτώσει τον Λούθιεν, αλλά ο πανίσχυρος Πρεχοτέκ δεν έπαιρνε διαταγές από ασήμαντους ανθρώπους.
Ο Λούθιεν, σίγουρος ότι σε λίγο θα ήταν νεκρός, άρχισε να ψάχνει γύρω για το σπαθί που του είχε πέσει. Ανασηκώθηκε στα γόνατα και έσφιξε τις γροθιές αποφασισμένος να πεθάνει παλεύοντας μανιασμένα. Ξαφνικά, καθώς τον τύφλωσε ένα δυνατό φως, έπεσε πίσω νομίζοντας ότι ο δαίμονας τον είχε χτυπήσει πάλι με τη μαγεία του.
Έκανε λάθος.
Ο Μπριντ’Αμούρ μπήκε στο αντίσκηνο πίσω από την αστραπή που είχε εκτοξεύσει, ενώ ο Πρεχοτέκ, άσχημα τραυματισμένος από το χτύπημα κι από τα βέλη που εκτοξεύονταν ασταμάτητα από την άλλη πλευρά, κατάλαβε ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει. Πετάχτηκε κι άρπαξε την αναίσθητη Κατρίν με το ένα χέρι του.
«Σκεφτείτε καλά τις συνέπειες μιας επίθεσης κατά του Πρίνσταουν!» βρυχήθηκε.
Ο Μπριντ’Αμούρ σταμάτησε το μαγικό ξόρκι για να μη χτυπήσει την Κατρίν. Η Σιόμπαν κάρφωσε άλλο ένα βέλος στην πλάτη του δαίμονα, αλλά ο Πρεχοτέκ ίσιωσε το σώμα του σηκώνοντας ψηλά το ελεύθερο χέρι, διαλύοντας ό,τι είχε απομείνει από το αντίσκηνο. Τα τεράστια φτερά του άρχισαν να χτυπούν δυνατά και ο Πρεχοτέκ υψώθηκε στον αέρα.
«Κατρίν!» φώναξε ο Λούθιεν προσπαθώντας να βρει το σπαθί του. Όρμησε στον Πρεχοτέκ άοπλος και πήδησε ψηλά αρπάζοντας το ένα πόδι του.
Το άλλο πόδι, με ένα δυνατό χτύπημα, τον έστειλε αναίσθητο στο έδαφος.
Μια φωτεινή λόγχη εμφανίστηκε στο χέρι του Μπριντ’Αμούρ. Την εκτόξευσε κατά του δαίμονα και βρήκε το στόχο του με μια έκρηξη και μια βροχή από σπίθες. Από το μεγάλο τόξο της Σιόμπαν εκτοξεύτηκαν άλλα δύο βέλη, που καρφώθηκαν στα πόδια του δαίμονα.
Αλλά ο Πρεχοτέκ ήταν πολύ δυνατός για να κλονιστεί από τέτοια χτυπήματα. Απομακρύνθηκε πετώντας μαζί με την Κατρίν, ενώ από το στρατόπεδο ακούγονταν φωνές απελπισίας από τους συντρόφους της και από πολλούς πολεμιστές που είχαν συγκεντρωθεί με τον θόρυβο της μάχης.