Αφού έκανε μια κοφτή υπόκλιση στους άλλους, βγήκε από τη σκηνή.
Ο Έσταμπρουκ του Νιουκάστλ, ο αριστοκράτης ιππότης που η ζωή του στηριζόταν σε αυστηρές ηθικές αρχές, χαιρέτισε σιωπηλά τους δυο γενναίους άνδρες.
Ο Λούθιεν προχωρούσε καβάλα στον Ριβερντάνσερ κάτω από τη σκιά του Τείχους του Μαλπουισάν. Ο ήλιος ήταν χαμηλά ακόμη, μόλις είχε ξεπροβάλλει από τον ορίζοντα στην ανατολή ρίχνοντας λοξές και μακριές σκιές. Δεν ήταν τόσο σκοτεινές όσο ο ίσκιος που είχε απλωθεί στην καρδιά του νεαρού Μπέντγουιρ. Είχε την αίσθηση ότι ο κόσμος είχε σταματήσει το προηγούμενο βράδυ, λες κι όλα, η επανάσταση, η επερχόμενη εισβολή, είχαν πάψει να υπάρχουν, σαν να ήταν σκιασμένα από μια παράλυση, ένα μούδιασμα του πνεύματος που δεν θα του περνούσε παρά μόνο αν έπαιρνε πάλι την Κατρίν από τα χέρια του δαίμονα και του μοχθηρού αφέντη του.
Ήθελε να βιαστεί, να σπιρουνίσει τον Ριβερντάνσερ εξαναγκάζοντάς τον σε δυνατό καλπασμό, ήξερε όμως ότι δεν πρέπει να τραβήξει την προσοχή, ούτε των φίλων του που μπορεί να προσπαθούσαν να τον σταματήσουν, ούτε ίσως κάποιων κατασκόπων του εχθρού που θα προειδοποιούσαν τον δούκα του Πρίνσταουν.
Οι φρουροί τον γνώριζαν φυσικά, γι’ αυτό τον άφησαν να περάσει την πύλη προς το Άβον χωρίς να τον σταματήσουν.
Ο Λούθιεν είδε έκπληκτος από την άλλη μεριά του τείχους έναν δανδή χάφλινγκ να τον περιμένει καβάλα σε ένα κίτρινο πόνι.
«Τουλάχιστον περίμενες να ξημερώσει», είπε ο Όλιβερ ρουφώντας τη μύτη του. Έδειχνε να είναι σε άθλια κατάσταση, η μύτη του ήταν κατακόκκινη. Ξαφνικά φταρνίστηκε, ένα τρομερό φτάρνισμα για κάποιο τόσο μικρόσωμο πλάσμα, και μετά έβγαλε ένα κιτρινοκόκκινο καρό μαντίλι για να σκουπίσει τη μύτη και το μουστάκι του.
«Περίμενες εδώ όλη νύχτα;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Από την ώρα που έφυγες από τη συνάντηση», απάντησε ο Όλιβερ. «Νόμισα ότι θα έφευγες αμέσως».
Ο Λούθιεν δεν κατάφερε να χαμογελάσει, παρ’ όλο που τον είχε συγκινήσει η αφοσίωση του φίλου του. Όμως, αυτήν τη φορά δεν ήθελε να έλθει μαζί του ο Όλιβερ. Δεν ήθελε να έλθει κανείς. «Πρέπει να πάω μόνος μου», είπε ανυποχώρητα, και όταν ο Όλιβερ δεν απάντησε, έκανε έναν κοφτό ήχο με το στόμα σπιρουνίζουντας ταυτόχρονα τον Ριβερντάνσερ, αναγκάζοντας το μεγαλόσωμο άλογο να ξεκινήσει.
Ο Όλιβερ με τον Θρεντμπέαρ τον ακολούθησαν, ενώ το μικρό πόνι έτρεχε για να προλάβει τις μεγαλύτερες δρασκελιές του Ριβερντάνσερ.
Η βλοσυρή έκφραση του Λούθιεν δεν έφερε αποτέλεσμα αφού, όταν έκανε τον Ριβερντάνσερ να τρέξει πιο γρήγορα, ο Θρεντμπέαρ τον μιμήθηκε. Τελικά ο Λούθιεν σταμάτησε το άλογό του και ανακάθισε στη σέλα κοιτάζοντας επίμονα τον Όλιβερ. Αυτός φταρνίστηκε ξαφνικά λούζοντας τον φίλο του.
«Πρέπει να πάω εγώ», είπε ο Λούθιεν πιο αποφασιστικά.
«Δεν έχω αντίρρηση», απάντησε ο Όλιβερ.
«Εγώ, μόνος μου», επέμεινε ο Λούθιεν.
«Μπορεί και να κάνεις λάθος».
Ο Λούθιεν αναστέναξε και κοίταξε γύρω του σαν να προσπαθούσε να βρει κάποια λύση. Ήξερε πόσο ξεροκέφαλος μπορούσε να γίνει ο Όλιβερ, όπως ήξερε επίσης πόσο γρήγορα μπορεί να τρέξει ο Θρεντμπέαρ, όσο κι αν δεν του φαινόταν.
»Ξέρεις κανέναν άλλο που να χωράει κάτω από τον μανδύα σου;» ρώτησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον φίλο του για μερικές στιγμές πριν σηκώσει ψηλά τα χέρια νικημένος. Στην πραγματικότητα ένιωθε μια τεράστια ανακούφιση. Ήταν αποφασισμένος να προσπαθήσει να σώσει την Κατρίν, γι’ αυτό δεν ήθελε να πάρει κάποιον άλλο μαζί του σε αυτή την τόσο επικίνδυνη περιπέτεια που θα μπορούσε κάλλιστα να του στοιχίσει τη ζωή. Ήξερε όμως ότι η θέση του Όλιβερ ήταν όντως δίπλα του, όπως και η δική του θέση θα ήταν δίπλα στον Όλιβερ αν αντιστρέφονταν τα πράγματα. Έτσι θα είχε παρέα στο μεγάλο ταξίδι και στις περιπέτειες που θα ακολουθούσαν, έναν έμπιστο φίλο που τον είχε βοηθήσει ήδη πολλές φορές σε δύσκολες καταστάσεις.
Πριν ξεκινήσουν πάλι, άκουσαν ποδοβολητά αλόγων πίσω τους. Κοιτάζοντας προς το τείχος είδαν δύο καβαλάρηδες, έναν μεγαλόσωμο με το χαρακτηριστικό κερασφόρο κράνος των βουνήσιων και έναν πιο λεπτό.
«Η Σιόμπαν», είπε ο Όλιβερ και, μόλις πλησίασαν οι δυο καβαλάρηδες, ο Λούθιεν είδε ότι ο φίλος του είχε δίκιο. Το παλληκάρι άρχισε να εκνευρίζεται. Μπορούσε να δικαιολογήσει τον ερχομό του Όλιβερ, αλλά τώρα η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο!