Выбрать главу

Η Σιόμπαν κι ο καβαλάρης σταμάτησαν δίπλα στους δυο συντρόφους.

«Δεν θα ’ρθεις», είπε αμέσως ο Λούθιεν, πριν προλάβει να μιλήσει η Σιόμπαν.

Η μισοξωτική τον κοίταξε παράξενα, σαν να μην καταλάβαινε. «Φυσικά όχι», απάντησε. «Το καθήκον μου είναι απέναντι στο Εριαντόρ, όχι απέναντι στον Λούθιεν ή την Κατρίν.

Για κάποιον, όχι άμεσα κατανοητό λόγο, αυτή η δήλωση πλήγωσε τον Λούθιεν.

»Αλλά συμφωνώ με την απόφασή σου», συνέχισε η Σιόμπαν. «Ακόμα, σου εύχομαι κάθε επιτυχία και νίκη. Περιμένω να σε δω — κι εσένα επίσης», πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Όλιβερ, «μαζί με την Κατρίν, να μας υποδεχθείτε όταν θα μπούμε από την πύλη του Πρίνσταουν.

Ο Λούθιεν ένιωσε καλύτερα.

»Σου έφερα αυτό», συνέχισε η Σιόμπαν και, απλώνοντας το χέρι της, αποκάλυψε μια πέτρα με κεχριμπαριά χρώμα που είχε το μέγεθος αυγού κότας. «Από τον Μπριντ’Αμούρ», εξήγησε, όταν ο Λούθιεν πήρε την πέτρα. «Όταν τελειώσετε την αποστολή σας ή όταν βρίσκεστε σε μεγάλη ανάγκη, ο μάγος ζήτησε να την πετάξετε σε έναν τοίχο και να πείτε το όνομά του τρεις φορές».

Ο Λούθιεν ψηλάφισε την πέτρα απορώντας με το ελάχιστο βάρος της. Δεν ήξερε ποιος είναι ο σκοπός της, είχε δει όμως πολλές φορές τη μαγεία του Μπριντ’Αμούρ και καταλάβαινε ότι δεν ήταν κάποιο ασήμαντο δώρο. «Κι αυτός;» ρώτησε κοιτάζοντας τον βουνήσιο.

«Δεν θα πάτε με τα άλογα στο Πρίνσταουν;» ρώτησε η Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.

»Ο Μαλάμους θα έρθει μαζί σας μέχρι το ανατολικό άκρο του Γκλεν Ντούριτς, από όπου αρχίζει να φαίνεται το Πρίνσταουν», συνέχισε η Σιόμπαν. «Θα σας περιμένει εκεί με τ’ άλογά σας». Ξαφνικά η Σιόμπαν ξεπέζεψε δίνοντας τα γκέμια του αλόγου της στον Μαλάμους. «Για την Κατρίν», είπε στον Λούθιεν. «Θα γυρίσω με τα πόδια στο τείχος, δεν είναι μακριά».

Χαιρέτισε με ένα νεύμα τον Λούθιεν, μετά τον Όλιβερ, έδωσε ένα αποχαιρετιστήριο χτύπημα στα καπούλια του αλόγου της και ξεκίνησε περπατώντας για το Τείχος του Μαλπουισάν, επιστρέφοντας στα καθήκοντα που δεν της επέτρεπαν να έρθει μαζί τους.

Ο Λούθιεν την κοίταζε με ειλικρινή θαυμασμό. Ήξερε ότι η Σιόμπαν ήθελε να έρθει. Παρ’ ότι η Κατρίν ήταν αντίζηλός της, οι δυο γυναίκες ένιωθαν βαθιά εκτίμηση η μία για την άλλη.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε τα δώρα της Σιόμπαν, το δώρο του Μπριντ’Αμούρ και μετά τον Όλιβερ, που περίμενε υπομονετικά να ξεκινήσουν.

Η νύχτα ήταν ακόμα σκοτεινή, αλλά η χαραυγή γινόταν όλο και φωτεινότερη.

Πάνω σ’ έναν προμαχώνα του Τείχους του Μαλπουισάν, ο Έσταμπρουκ, ο πρώτος των Έξι Ιπποτών, κοίταζε τις μικροσκοπικές φιγούρες στον κάμπο, τους Εριαντοριανούς που είχαν εισβάλλει στο Άβον, την πατρίδα του περήφανου ιππότη. Η εικόνα του δαίμονα, του μοχθηρού Πρεχοτέκ, δεν έλεγε να φύγει από τον νου του. Εδώ κι είκοσι χρόνια ο Έσταμπρουκ ζούσε στη σκιά του Γκρινσπάροου ακούγοντας ιστορίες για ακρότητες και για συμμαχίες με δαίμονες. Μερικοί έλεγαν ότι η φρικτή επιδημία που έσπασε τη θέληση του Εριαντόρ για πόλεμο, πριν από είκοσι χρόνια, ήταν έργο του βασιλιά του Άβον, αλλά ο Έσταμπρουκ είχε απορρίψει τις φήμες θεωρώντας τις ανοησίες των χωρικών.

Μερικοί έλεγαν ότι ο Γκρινσπάροου είναι μαύρος μάγος, φίλος των δαιμόνων, δαίμονας και ο ίδιος.

Αλλά ο Έσταμπρουκ είχε αδιαφορήσει επίσης γι’ αυτές τις φήμες, για όλες τις φήμες.

Τώρα όμως ο αριστοκράτης ιππότης του θρόνου είχε δει την αλήθεια με τα ίδια του τα μάτια. Οι φήμες είχαν επαληθευτεί διχάζοντας τον Έσταμπρουκ του Νιουκάστλ. Είχαν υλοποιηθεί σε μια δαιμονική φρικτή μορφή, που ο ευγενής πολεμιστής δεν μπορούσε στο εξής ν’ αγνοήσει ή να ξεχάσει.

Κοίταζε τον Λούθιεν και τον Όλιβερ που απομακρύνονταν. Μολονότι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με όσα υπερασπιζόταν σε όλη του τη ζωή, ο Έσταμπρουκ ευχήθηκε μέσα του να πετύχουν, να φέρουν πίσω την Κατρίν σώα και αβλαβή αφήνοντας τον δούκα Πάραγκορ, τον ίδιο τον δούκα που είχε στείλει τον ιππότη στο Εριαντόρ, νεκρό μέσα σε μια λίμνη από αίμα.

25

Φαντάσματα

Ο Μαλάμους δεν είπε ούτε μια λέξη μέσα στις δύο μέρες που χρειάστηκαν οι δυο σύντροφοι για να φτάσουν στο Γκλεν Ντούριτς, την πλατιά κοιλάδα νοτιοανατολικά του Πρίνσταουν. Εδώ δεν υπήρχαν πια δέντρα που να προσφέρουν κάλυψη αλλά μόνο ένας δρόμος, που διέσχιζε ελικωτά την πυκνή χλόη.

Ο Λούθιεν, παίζοντας πάλι τον ρόλο του στρατηγού, μελετούσε το έδαφος φανταζόμενος τη μάχη που θα μπορούσε να γίνει εδώ. Το έδαφος ανηφόριζε δεξιά και αριστερά καταλήγοντας σε διαδοχικούς λόφους καλυμμένους με δέντρα. Τέλειο κάλυμμα για εφορμήσεις από ψηλότερο έδαφος! Ξωτικά τοξότες μπορούσαν να χτυπήσουν τον εχθρό από εκείνα τα δέντρα. Και εδώ κάτω δεν υπήρχε πουθενά μέρος για να καλυφθεί κανείς από τα θανάσιμα βέλη τους.