Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ, ώστε ξαφνιάστηκε όταν αισθάνθηκε το ξίφος του Όλιβερ να τον χτυπά στον ώμο. Σταμάτησε τον Ριβερντάνσερ και, γυρίζοντας πίσω, είδε τον φίλο του να ξεπεζεύει.
«Η δυτική άκρη του Γκλεν Ντούριτς», εξήγησε ο Μαλάμους. Ο Όλιβερ έδειξε δυτικά με το πιγούνι του, ενώ ο Λούθιεν μισόκλεινε τα μάτια για να δει μέσα στη λάμψη του ήλιου. Στο βάθος, όχι πολύ μακριά, υψώνονταν βουνά σκοτεινά και κρύα, και μπροστά τους…
Τι είναι αυτό; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Μια λευκορόδινη λάμψη.
Ο Όλιβερ τον πλησίασε. «Είναι άλλα οχτώ χιλιόμετρα», είπε. «Και δεν μου αρέσει να περπατάω στο σκοτάδι!»
Ο Λούθιεν κατέβηκε από τον Ριβερντάνσερ δίνοντας μετά τα γκέμια στον Μαλάμους. Ο άνδρας από τα οροπέδια τον κοίταξε για αρκετές στιγμές. «Η ευλογία του Σολ-Γιούντα να είναι μαζί σου, Πορφυρή Σκιά», είπε ξαφνικά και γύρισε τραβώντας δυνατά με το μυώδες χέρι του για να σύρει πίσω του τα τρία άλογα. «Θα περιμένω την επιστροφή σου».
Ο Λούθιεν απλώς γρύλλισε, άφωνος από την έκπληξη. Ο Σολ-Γιούντα ήταν ο θεός των βουνήσιων, ένας δικός τους θεός για τον οποίο πίστευαν ότι προφυλάσσει μόνο τους ίδιους, χωρίς να ενδιαφέρεται για κανέναν άλλο, φίλο ή εχθρό. Οι κάτοικοι των υψιπέδων προστάτευαν τον Σολ-Γιούντα από τους ξένους τόσο ζηλότυπα όσο διαφυλάσσει ένας δράκοντας τον χρυσό του. Έτσι, αυτή η απλή δήλωση του Μαλάμους, αυτές οι οχτώ λέξεις, ήταν ίσως ό,τι πιο φιλοφρονητικό είχε ακούσει ποτέ του ο Λούθιεν Μπέντγουιρ.
Έμεινε να κοιτάζει τον Μαλάμους για λίγο και μετά γύρισε τρέχοντας για να προλάβει τον Όλιβερ, που περπατούσε κιόλας προς τη λευκορόδινη λάμψη κάτω από τα σκοτεινά βουνά.
Λιγότερο από μια ώρα αργότερα, με τον ήλιο χαμηλά στον ουρανό αλλά ορατό ακόμη πάνω από το Άιρον Κρος, οι φίλοι πλησίασαν αρκετά την πόλη ώστε να δουν τη λαμπρότητα του Πρίνσταουν και να καταλάβουν γιατί είχε ονομαστεί “Κόσμημα του Άβον”.
Είχε το ίδιο μέγεθος με το Κάερ Μακντόναλντ, αλλά ενώ το Κάερ Μακντόναλντ είχε χτιστεί έτσι που να μπορούν οι κάτοικοί του να υπερασπιστούν την πόλη, φωλιασμένο ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά, το Πρίνσταουν είχε χτιστεί για να εντυπωσιάζει. Βρισκόταν σε έναν κάμπο λίγο μπροστά από τους πρόποδες των βουνών, απλωμένο και ευρύχωρο, όχι στριμωγμένο σαν το Κάερ Μακντόναλντ. Το περιτριγύριζε ένα χαμηλό τείχος από ανοιχτόχρωμο γρανίτη όχι πάνω από δυόμισι μέτρα ύψος, στο οποίο δεν φαίνονταν πυλώνες και πύργοι. Τα περισσότερα σπίτια μέσα στο τείχος ήταν πολύ μεγάλα. Τα πιο μικρά ήταν ξύλινα και ασβεστωμένα, ενώ τα μεγαλύτερα, που πρέπει να ανήκαν σε ευγενείς και εμπόρους, ήταν από λευκό μάρμαρο με μια απαλή ρόδινη απόχρωση.
Το μεγαλύτερο κτήριο δεν ήταν ο καθεδρικός ναός όπως στις περισσότερες μεγάλες πόλεις των Νησιών της Θάλασσας ταυ Άβον. Ο ναός ήταν εντυπωσιακός, ίσως εξίσου εντυπωσιακός με τη Μητρόπολη του Κάερ Μακντόναλντ, αλλά ωχριούσε μπροστά στο υπέροχο παλάτι. Ήταν χτισμένο στα δυτικά του Πρίνσταουν, στο υψηλότερο μέρος προς τη μεριά των βουνών, τέσσερις όροφοι από αστραφτερό μάρμαρο και φύλλο χρυσού, με σκαλιστούς κίονες σε όλη την πρόσοψη και μεγάλες πτέρυγες βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά, σαν τεράστια μπράτσα που απλώνονταν για να αγκαλιάσουν την πόλη. Στη μέση του κτηρίου υψωνόταν ένας χρυσός θόλος, που άστραφτε τόσο πολύ ώστε σε πονούσαν τα μάτια σου αν τον κοίταζες.
«Αυτός ο δούκας, θα είναι εκεί πέρα;» ρώτησε ο Όλιβερ και ο Λούθιεν δεν χρειάστηκε να ακολουθήσει το βλέμμα του, για να καταλάβει για ποιο κτήριο μιλούσε ο Όλιβερ. «Έπρεπε να κρατήσουμε τα άλογά μας, μόνο και μόνο για να πάμε από τη μια άκρη του παλατιού μέχρι την άλλη», είπε ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν κάγχασε, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ο Όλιβερ αστειεύεται ή όχι. Του ήταν αδύνατο να φανταστεί πόσα δωμάτια μπορεί να είχε το παλάτι. Διακόσια; Τριακόσια; Αν κάλπαζε με τον Ριβερντάνσερ, θα του έπαιρνε μισή ώρα για να κάνει μια φορά τον κύκλο τους!
Οι δυο σύντροφοι ήταν αμίλητοι, αλλά σκέφτονταν και οι δύο το ίδιο πράγμα: πώς είναι δυνατό ένα τόσο τυραννικό βασίλειο να έχει τόση ομορφιά; Το θέαμα που έβλεπαν ήταν γεμάτο μεγαλείο και τελειότητα, ένα μέρος που εξυψώνει το πνεύμα και την καρδιά. Μήπως το βασίλειο του Άβον ήταν κάτι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί ο Λούθιεν, που δεν είχε έλθει ποτέ ως τώρα νότια; Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μπορούσε να συνδέσει αυτή την εικόνα του Πρίνσταουν με όσα ήξερε για τον μοχθηρό Γκρινσπάροου. Αυτή η υπέροχη πόλη που απλωνόταν μπροστά τους, έμοιαζε να χλευάζει την επανάστασή του και ακόμη περισσότερο τον θυμό του. Ήξερε ότι το Πρίνσταουν είχε χτιστεί πριν τη βασιλεία του Γκρινσπάροου, αλλά και πάλι η πόλη δεν ταίριαζε με την εικόνα που είχε ο Λούθιεν για το Άβον.