«Αυτό το παλάτι το έχτισαν οι δικοί μου», δήλωσε ο Όλιβερ, βγάζοντας τον Λούθιεν από τις σκέψεις του. Κοίταξε τον φίλο του, που κουνούσε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε κι αυτός να καταλάβει την προέλευση του Πρίνσταουν.
«Υπάρχει γασκονική επιρροή εδώ», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Από τα νότια και τα δυτικά της Γασκόνης, εκεί όπου είναι πιο γλυκό το κρασί. Έχουν κι εκεί τέτοια κτήρια».
Όχι τόσο μεγαλόπρεπα όμως, πρόσθεσε σιωπηλά ο Λούθιεν. Ίσως οι Γασκόνοι να έχτισαν ή να διεύρυναν το Πρίνσταουν όσο είχαν υπό την κατοχή τους το Άβον, αλλά ακόμη κι αν ο Όλιβερ είχε δίκιο, δηλαδή αν η αρχιτεκτονική θύμιζε κτήρια της νοτιοδυτικής Γασκόνης, ο Λούθιεν καταλάβαινε από το εντυπωσιασμένο βλέμμα του φίλου του ότι το Πρίνσταουν ήταν πολύ πιο μεγαλόπρεπο.
Ο Λούθιεν είχε σοκαριστεί από αυτό το απρόσμενο μεγαλείο, καθώς θυμήθηκε όμως την Κατρίν στα χέρια του δαίμονα, στον νου του κυριάρχησε αυτή η φρικτή εικόνα κι έκανε νόημα στον Όλιβερ, αρχίζοντας να περπατά με γοργό βήμα. Ο Όλιβερ τον ακολούθησε συνεχίζοντας να κοιτάζει το Πρίνσταουν. Από κάποιο σημείο μέσα στην πόλη, μάλλον κοντά στο παλάτι, ακούστηκε ένας σιγανός, αργόσυρτος βρυχηθμός καθαρής και άγριας δύναμης. Ο βρυχηθμός ενός λιονταριού.
«Σου αρέσουν τα αιλουροειδή;» ρώτησε ο Όλιβερ. Σκεφτόταν τον ζωολογικό κήπο, ευχόμενος να είχαν επισκεφθεί το Πρίνσταουν κάτω από άλλες, πιο ευχάριστες συνθήκες.
Μαύρα σύννεφα έτρεχαν στο σκοτεινό ουρανό όταν οι δυο σύντροφοι έκαναν τον κύκλο του Πρίνσταουν κατά μήκος του γρανίτινου τείχους, περπατώντας προς το παλάτι. Αφού πέρασαν μια απότομη καμπή στο τείχος, ο Λούθιεν σταμάτησε απορημένος. Κοιτάζοντας δυτικά, ανακάλυψε το βρόμικο μυστικό του Πρίνσταουν.
Από τα ανατολικά η πόλη έδειχνε τόσο καθαρή και όμορφη, ένα πραγματικό κόσμημα, εδώ όμως στα δυτικά ήταν κρυμμένη η αλήθεια. Το έδαφος κατηφόριζε πίσω από το παλάτι, όπου το τείχος της πόλης περιέβαλλε μια κυκλική κοιλάδα γεμάτη ετοιμόρροπες παράγκες. Δεν μπορούσαν να δουν πολλά πράγματα μέσα στο σκοτάδι, γιατί δεν υπήρχαν πολλές φωτιές εδώ, αλλά άκουγαν τα βογγητά των φτωχών, τις κραυγές των εξαθλιωμένων που ζούσαν στις καλύβες ή στον δρόμο.
Το θέαμα και οι ήχοι εμψύχωσαν τον Λούθιεν κατά έναν παράξενο τρόπο, γιατί ήταν μια επιβεβαίωση πως τα συμπεράσματά του για την παράνομη και τυραννική βασιλεία του μάγου ήταν σωστά. Συμπονούσε τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτή την κρυμμένη κοιλάδα δυτικά της λαμπρής πόλης, αλλά η ύπαρξή τους του έδωσε κουράγιο για να πολεμήσει.
Ο Όλιβερ τον σταμάτησε τραβώντας τον μανδύα του.
«Αρκετά πλησιάσαμε», ψιθύρισε δείχνοντας τον τοίχο του παλατιού, που υψωνόταν σκοτεινό και πανύψηλο λίγο πιο κάτω.
«Ποιος είναι εκεί!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή από το τείχος, βαριά φωνή Κυκλωπιανού, και οι δυο φίλοι έσκυψαν αμέσως με τον Λούθιεν να τραβά την κουκούλα του μανδύα πάνω από το κεφάλι του και τον Όλιβερ να χώνεται κάτω από τις μαγικές πτυχές του.
Πάνω στο τείχος εμφανίστηκαν κάμποσα φανάρια, κλειστά από τις τρεις πλευρές για να εστιάζουν το φως από την τέταρτη. Καθώς οι φωτεινές δέσμες των φαναριών περνούσαν μπροστά του ή πάνω του, ο Λούθιεν κρατούσε την ανάσα του, υπενθυμίζοντας επανειλημμένα στον εαυτό του ότι ο μανδύας θα τους κρύψει.
«Γυρίστε πίσω στις τρύπες σας!» φώναξε ο Κυκλωπιανός ενώ κάμποσες βαλλίστρες από το τείχος εκτόξευαν βέλη.
«Θα το προτιμούσα να μας έβλεπαν οι μονόφθαλμοι», είπε ο Όλιβερ.
Ακολούθησαν μερικά μπαράζ από βέλη ακόμη που, όταν τελείωσαν, τα ακουλούθησαν πάλι γέλια από το τείχος. «Ζητιάνοι!» ξεφύσηξε περιφρονητικά ένας Κυκλωπιανός, ενώ ακούγονταν κι άλλα γέλια.
Ο Όλιβερ βγήκε κάτω από τον μανδύα ισιώνοντας το μεγάλο πλατύγυρο καπέλο του και τον δικό του μανδύα. Αφού έδειξε νότια προς τον τοίχο του παλατιού, οι δυο σύντροφοι προχώρησαν μερικές δεκάδες μέτρα.
Ο Όλιβερ πλησίασε στον τοίχο και αφουγκράστηκε, μετά κατένευσε χαμογελώντας όταν άκουσε ροχαλητά από πάνω. Έσπρωξε πίσω τον μανδύα από τους ώμους του και έβαλε το χέρι στην τσέπη του ώμου του “διάρρήκτη” του, μιας εξάρτησης από δερμάτινα λουριά που του είχε χαρίσει ο Μπριντ’Αμούρ. Ο Όλιβερ τη φορούσε πάντα, όμως δεν φαινόταν με τα φουσκωτά μανίκια και τα απανωτά πολύχρωμα ρούχα του. Ήταν μόνο ένα σύνολο από απλά δερμάτινα λουριά, αλλά τα φαινόμενα συχνά απατούν, όπως συνέβαινε άλλωστε επίσης με τον ίδιο τον Μπριντ’Αμούρ. Αυτή η εξάρτηση ήταν μαγική, το ίδιο όπως πολλά από τα διαρρηκτικά εργαλεία που περιείχε. Από μια φαινομενικά μικροσκοπική τσέπη του ώμου, ο Όλιβερ έβγαλε τη μαγική του αρπάγη, τη ρυτιδωμένη μπάλα με το λεπτό κορδόνι, αλλά πριν προλάβει να την ξετυλίξει και να την εκτοξεύσει, ο Λούθιεν τον έπιασε από τα πόδια και τον σήκωσε ψηλά.