Выбрать главу

Ο Όλιβερ κατάλαβε. Το τείχος είχε μόνο δυόμισι μέτρα ύψος και ο Λούθιεν τον ύψωσε μέχρι το πάνω μισό του. Ο Όλιβερ, τυλίγοντας την αρπάγη στη ζώνη του για να την έχει πρόχειρη, αρπάχτηκε από την άκρη του τείχους και κοίταξε από πάνω.

Από την άλλη μεριά φαινόταν η έπαλξη, με πλάτος ενάμισι μέτρο. Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν με ένα άγριο χαμόγελο. Αφού έκανε νόημα στον νέο να κάνει ησυχία, μετά του ύψωσε ένα δάχτυλο ζητώντας του έτσι να περιμένει μια στιγμή. Κατόπιν ανέβηκε στο τείχος αθόρυβα σαν γάτα.

Μια στιγμή αργότερα, ενώ ο Λούθιεν άρχισε να ανησυχεί θέλοντας να πηδήσει ψήλα για να σκαρφαλώσει στο τείχος, ο Όλιβερ ξεπρόβαλλε από πάνω και άπλωσε το χέρι στον φίλο του. Ο Λούθιεν, πηδώντας, έπιασε με το ένα χέρι την άκρη του τείχους και με το άλλο το χέρι του Όλιβερ. Ανέβηκε και κύλησε αθόρυβα στην έπαλξη.

Τότε ήταν που τα μάτια του γούρλωσαν από κατάπληξη, γιατί αυτός και ο Όλιβερ βρίσκονταν ανάμεσα σε δυο καθισμένους Κυκλωπιανούς! Αμέσως όμως σκέφτηκε ότι ο Όλιβερ βρισκόταν ήδη εδώ πάνω, άρα ήξερε τι συνέβαινε, άλλωστε γρήγορα συνειδητοποίησε ότι οι δυο μονόφθαλμοι δεν ροχάλιζαν πια. Είδε τον Όλιβερ να σκουπίζει το αίμα από το λεπτό ξίφος του πάνω στο χιτώνιο του ενός νεκρού φρουρού.

Μόλις δέκα μέτρα πιο κάτω, η άλλη ομάδα των φρουρών, εκείνη που είχε ρίξει τα βέλη από το τείχος, συνέχιζε να παίζει ζάρια χωρίς να έχει αντιληφθεί την εισβολή.

Ο Όλιβερ γλίστρησε κάτω από τον μανδύα του Λούθιεν και οι δυο τους άρχισαν να προχωρούν αργά προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη όπου βρίσκονταν οι φρουροί, πλησιάζοντας τον τοίχο του παλατιού.

Για να φτάσουν στο κτήριο, έπρεπε να κατεβούν από το τείχος και να διασχίσουν μια μικρή αυλή που ήταν όμως γεμάτη καλοκλαδεμένους φράχτες από θάμνους· έτσι, με τη βοήθεια του μανδύα του Λούθιεν, δεν δυσκολεύτηκαν να φτάσουν στο παλάτι. Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε τα παράθυρα από πάνω τους. Στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο υπήρχε φως. Στον τρίτο το φως ήταν πολύ πιο αμυδρό, ενώ τα παράθυρα του τετάρτου ορόφου ήταν τελείως σκοτεινά.

Ο Όλιβερ έδειξε τρία δάχτυλα και, με μια τελευταία ματιά τριγύρω που τον βεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν Κυκλωπιανοί εκεί κοντά, στριφογύρισε την αρπάγη και την εκτόξευσε στέλνοντάς την δίπλα στο παράθυρο του τρίτου ορόφου.

Το μάρμαρο ήταν λείο σαν γυαλί, αλλά η ρυτιδωμένη μπάλα έπιασε καλά. Ο Όλιβερ, αφού τη δοκίμασε, άρχισε να σκαρφαλώνει. Ο Λούθιεν παρακολουθούσε από κάτω τον φίλο του να βγάζει από την εξάρτηση μια βεντούζα με έναν μεγάλο βραχίονα. Ο χάφλινγκ αφουγκράστηκε για λίγο στο παράθυρο, κόλλησε τη βεντούζα και γύρισε τον βραχίονα αργά πάνω στο τζάμι πιέζοντας με δύναμη.

Μια στιγμή αργότερα κατέβηκε πάλι κάτω κρατώντας το κομμένο γυαλί. «Το δωμάτιο είναι άδειο…» άρχισε να λέει, αλλά πάγωσε καθώς άκουσε να πλησιάζουν οπλισμένοι φρουροί.

Ο Λούθιεν πλησίασε τον Όλιβερ, έριξε τον μανδύα από πάνω του και οπισθοχώρησε κολλώντας στον τοίχο μαζί με τον χάφλινγκ.

Έξι Κυκλωπιανοί με τις ασημόμαυρες στολές των Πραιτωριανών Φρουρών εμφανίστηκαν στη γωνία σε σχηματισμό. Ο ένας κρατούσε έναν αναμμένο δαυλό. Ο Λούθιεν έσκυψε μπροστά, κάτω από την κουκούλα, για να σκεπαστεί τελείως το πρόσωπό του. Είχε εμπιστοσύνη στον μαγικό μανδύα, όμως ευχήθηκε να μην προσέξουν οι μονόφθαλμοι το λεπτό κορδόνι που κρεμόταν από τον τοίχο του παλατιού και να μην πέσουν πάνω τους καθώς περνούσαν!

Περνώντας σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο, ακριβώς δίπλα στον Όλιβερ και τον Λούθιεν, συνέχισαν τον δρόμο σαν να μην υπήρχαν οι δυο φίλοι. Κι όντως για τους Κυκλωπιανούς δεν υπήρχαν, αφού ήταν εντελώς αόρατοι κάτω από τις πτυχές του πορφυρού μανδύα.

Μόλις εξαφανίστηκαν οι φρουροί, ο Λούθιεν άνοιξε τον μανδύα και ο Όλιβερ πήγε στο σχοινί αρχίζοντας αμέσως να σκαρφαλώνει. Ο Λούθιεν, αφού κράτησε για λίγο το κορδόνι περιμένοντας να φτάσει ο Όλιβερ στο δεύτερο όροφο, πιάστηκε κι αυτός από το σχοινί και άρχισε να ανεβαίνει, θέλοντας να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το έδαφος.

Οι δυο φίλοι είχαν την αίσθηση ότι πέρασαν πολλά λεπτά, στην πραγματικότητα όμως είχαν μπει στο παλάτι μέσα σε ελάχιστες στιγμές. Ο Όλιβερ πέρασε το χέρι του μέσα από την τρύπα στο παράθυρο και τράβηξε τρεις φορές το σχοινί ελευθερώνοντας την αρπάγη και τραβώντας τη μέσα. Είχαν εξαφανιστεί χωρίς ίχνη, εκτός από το στρογγυλό κομμάτι του γυαλιού στο γρασίδι και την εικόνα μιας πορφυρής σκιάς που είχε βάψει ανεξίτηλα τον λευκό τοίχο του παλατιού.

Ο Λούθιεν περίμενε να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Είχαν μπει στο παλάτι, αλλά πού έπρεπε να πάνε; Πόσες δεκάδες δωμάτια θα μπορούσαν να ψάξουν;