«Ο Πάραγκορ θα βρίσκεται στην κεντρική πτέρυγα», είπε ο Όλιβερ, που ήξερε αρκετά καλά τις συνήθειες των ευγενών. «Στα δωμάτια δίπλα στον θόλο. Αυτός ο θόλος είναι του ναού, άρα ο δούκας θα διαμένει εκεί κοντά».
«Νόμιζα ότι ο ναός είναι αυτός που είδαμε από μακριά», είπε ο Λούθιεν.
«Οι δούκες και οι πρίγκιπες είναι τεμπέληδες», απάντησε ο Όλιβερ. «Έχουν ναό και στο σπίτι τους».
Ο Λούθιεν κατένευσε συμφωνώντας με την εξήγηση.
«Τα μπουντρούμια θα είναι κάπου κάτω», συνέχισε ο Όλιβερ. Βλέποντας την έκφραση φρίκης στο πρόσωπο του φίλου του, πρόσθεσε αμέσως: «Δεν νομίζω ότι ο Πάραγκορ θα έβαζε στα μπουντρούμια μια τόσο πολύτιμη αιχμάλωτη. Πιστεύω ότι θα την έχει μαζί του ή κάπου κοντά του».
Ο Λούθιεν δεν απάντησε, προσπαθούσε απλώς να κρατήσει σταθερή την αναπνοή του. Ο Όλιβερ θεώρησε ότι συμφωνεί.
«Στον δούκα, λοιπόν», είπε και ξεκίνησε, αλλά ο Λούθιεν τον έπιασε από τον ώμο σταματώντας τον.
«Οι δούκες του Γκρινσπάροου δεν ακολουθούν τους νόμους του Θεού», είπε, αμφιβάλλοντας ξαφνικά για το σκεπτικό του Όλιβερ. «Δεν τους ενδιαφέρουν οι ναοί».
«Ναι, αλλά το παλάτι χτίστηκε πριν τον Γκρινσπάροου», απάντησε εκείνος χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Και οι παλιοί πρίγκιπες πίστευαν στον Θεό. Έτσι, τα καλύτερα δωμάτια θα είναι κοντά στον θόλο. Τώρα, θέλεις να καθίσεις εδώ στο σκοτάδι για να συζητήσουμε τη διαρρύθμιση του παλατιού ή θα πάμε να δούμε επιτόπου;»
Ο Λούθιεν δεν είχε άλλες ερωτήσεις και απαντήσεις, έτσι σήκωσε τους ώμους ακολουθώντας τον Όλιβερ στην κλειστή πόρτα του δωματίου, που ξεχώριζε μόνο επειδή φαινόταν το φως του διαδρόμου από την κλειδαρότρυπα.
Αυτή η κλειδαρότρυπα ήταν περίπου στο ύψος του κεφαλιού του Όλιβερ, που έριξε πρώτα μια ματιά από μέσα και μετά άνοιξε τολμηρά την πόρτα.
Με το φως, ο Λούθιεν είδε ότι το παλάτι του Πρίνσταουν ήταν εξίσου πλούσιο μέσα όπως και απ’ έξω. Στους τοίχους κρέμονταν τεράστιες ταπισερί με περίτεχνα σχέδια, μερικά υφασμένα με χρυσοκλωστή, ενώ σε όλο το μήκος του διαδρόμου υπήρχαν κατά διαστήματα σκαλιστά ξύλινα βάθρα με διάφορα έργα τέχνης: προτομές προηγούμενων βασιλιάδων ή ηρώων, απλά αγάλματα ή ακόμη πολύτιμα πετράδια και κοσμήματα μέσα σε γυάλινες προθήκες.
Πολλές φορές ο Λούθιεν αναγκάστηκε να τραβήξει πίσω του τον Όλιβερ με τη βία, καθώς ο χάφλινγκ κοίταζε σαν υπνωτισμένος αυτούς τους εκτεθειμένους θησαυρούς.
Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ ήθελε να πάρει μόνο έναν θησαυρό από αυτό το παλάτι.
Σιγά-σιγά οι δυο σύντροφοι πλησίαζαν προς την κεντρική πτέρυγα του παλατιού. Οι διάδρομοι γίνονταν όλο πιο περίτεχνοι, πιο διακοσμημένοι, οι θησαυροί πιο πολύτιμοι και σε πιο μικρές αποστάσεις μεταξύ τους επιβεβαιώνοντας τον ισχυρισμό του Όλιβερ για την πιθανή θέση των δωματίων του δούκα. Ταυτόχρονα όμως γινόταν πιο έντονος κι ο φωτισμός: κάθε είκοσι βήματα κρέμονταν από το ταβάνι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι με εκατό αναμμένα κεριά ο καθένας. Πολλές πόρτες ήταν ανοιχτές και όλα τα δωμάτια φωτισμένα. Μολονότι ήταν πολύ αργά, κοντά στα μεσάνυχτα, το παλάτι δεν κοιμόταν. Ακουγόταν μια φασαρία που αιφνιδίασε τους δυο συντρόφους, ιδιαίτερα τον Λούθιεν, που σκέφτηκε μήπως πρέπει να κρυφτούν κάπου και να συνεχίσουν την αναζήτησή τους αργότερα. Ο Όλιβερ διαφώνησε όμως. Εφόσον είχαν μπει μέσα, κάθε καθυστέρηση θα ήταν επικίνδυνη τόσο για τους ίδιους όσο και για την Κατρίν.
«Άλλωστε», πρόσθεσε σιγά ο Όλιβερ, «δεν ξέρουμε καν αν θα τελειώσει η γιορτή. Στη Γασκόνη οι ευγενείς γλεντούν όλη τη νύχτα, κάθε νύχτα».
Ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση, απλώς ακολούθησε τον μικροσκοπικό σύντροφό του στη γιορτή. Έμποροι με τις καλοντυμένες κυρίες τους χόρευαν στα δωμάτια, βγαίνοντας συχνά για να στροβιλιστούν στον διάδρομο και να ξαναμπούν στην αίθουσα από την επόμενη ανοιχτή πόρτα. Και κάτι ακόμη χειρότερο για τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, σε κάθε γωνία υπήρχαν Πραιτωριανοί Φρουροί.
Ο Όλιβερ αποφάσισε ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να περπατούν στα φανερά, προσποιούμενοι ότι είναι κι αυτοί καλεσμένοι. Ο Λούθιεν, καταλαβαίνοντας ότι ακόμη και ο μαγικός μανδύας του δεν μπορούσε να τους προστατέψει από όλον αυτό τον κόσμο, συμφώνησε απρόθυμα. Σε τελική ανάλυση ήταν καλοντυμένος, ιδιαίτερα με αυτό τον υπέροχο μανδύα να λαμπυρίζει στους ώμους του, ενώ ο Όλιβερ είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται παντού. Έτσι άρχισαν να προχωρούν στους διαδρόμους πότε σιγανοπερπατώντας, πότε μισο-χορεύοντας, ενώ ο Όλιβερ πήρε δύο ποτήρια με κρασί από τον πρώτο Κυκλωπιανό υπηρέτη που πέρασε κρατώντας έναν γεμάτο δίσκο.
Η ατμόσφαιρα ήταν πιο μεθυστική από το κρασί, με τη μουσική, την χαρούμενη φλυαρία και τις υποσχέσεις αγάπης τις οποίες έδιναν έκλυτοι έμποροι στις κυρίες που χαριεντίζονταν μαζί τους. Ο Όλιβερ έδειχνε να νιώθει άνετα σε αυτό το περιβάλλον, πράγμα που ενόχλησε τον Λούθιεν ο οποίος προτιμούσε το ύπαιθρο. Παρ’ όλα αυτά γρήγορα αισθάνθηκε ότι η μεταμφίεσή τους, ή ίσως η έλλειψη μεταμφίεσης, ήταν αποδεκτή σε αυτή την παρέα, ιδιαίτερα με το επιδεικτικό ντύσιμο του Όλιβερ και τον δικό του υπέροχο μανδύα, κι έτσι άρχισε να νιώθει πιο άνετα, σε σημείο που κατάφερε να χαμογελάσει όταν έπιασε μια νεαρή μισομεθυσμένη κυρία η οποία σκόνταψε καθώς έβγαινε από ένα δωμάτιο.