Выбрать главу

Όμως το χαμόγελό του έσβησε σχεδόν αμέσως. Η βαμμένη, παρφουμαρισμένη γυναίκα, του θύμιζε πολύ τη λαίδη Έλενα, μία από τις συνοδούς του υποκόμη Όμπρεϊ που είχε έλθει στην Νταν Βάρνα, την ιδιαίτερη πατρίδα του στο μακρινό νησί του Μπέντγουιντριν. Οι δυο κυρίες που συνόδευαν τον Όμπρεϊ, η Έλενα και η Αβονίζ, τα είχαν αρχίσει όλα, όταν οι καβγάδες τους οδήγησαν στον θάνατο του παιδικού του φίλου, του Γκαρθ Ρόγκαρ.

Ο Λούθιεν, αφού κράτησε την κυρία για να μην πέσει, την έστησε πάλι στα πόδια της, αλλά αυτή έπεσε πάλι στην αγκαλιά του.

«Ωωω, είσαι τόσο δυνατός», τραύλισε χαϊδεύοντας τα μυώδη μπράτσα του Λούθιεν με μάτια γεμάτα λαγνεία.

«Δυνατός και διαθέσιμος», επενέβη ο Όλιβερ καταλαβαίνοντας τον πιθανό κίνδυνο. Μπήκε ανάμεσά τους. «Πρώτα όμως, ο δυνατός φίλος μου κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε με τον δούκα». Κοίταξε γύρω του απελπισμένος. «Μόνο που δεν μπορούμε να τον βρούμε!»

Η γυναίκα δεν του έδωσε σημασία. Άπλωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι του Όλιβερ για να χαϊδέψει πάλι το μπράτσο του νεαρού Μπέντγουιρ, χωρίς να έχει αντιληφθεί το επικίνδυνα άγριο βλέμμα του.

«Ναι, ναι», επέμεινε ο Όλιβερ. Της κατέβασε το χέρι τραβώντας το δυνατά για να την αναγκάσει να σκύψει και να τον κοιτάξει. «Μπορείς να πασπατέψεις όλο το δυνατό του σώμα, αλλά αφού μιλήσουμε με τον δούκα. Ξέρεις πού είναι;»

«Α, ο Πάρι έφυγε πριν από ώρα», είπε προκαλώντας συνοφρυωμένα βλέμματα στους δυο φίλους. Ένα εκατομμύριο ερωτήματα έτρεχαν στον νου του Λούθιεν. Πού μπορεί να πήγε ο Πάραγκορ; Και πού ήταν η Κατρίν;

»Πήγε στο υπνοδωμάτιό του», πρόσθεσε η κυρία και ο Λούθιεν κόντεψε να αναστενάξει δυνατά από ανακούφιση. Ο Πάραγκορ ήταν στο παλάτι!

Η κυρία έσκυψε και τους ψιθύρισε: «Λένε ότι έχει μια κυρία εκεί.

Ο Όλιβερ διέκρινε τη ζήλια στη φωνή της, όμως, ξέροντας την ανταγωνιστική νοοτροπία που επικρατούσε συνήθως ανάμεσα στις γυναίκες της αυλής ενός ευγενούς, δεν απόρησε.

»Μια ξένη», πρόσθεσε η κυρία με περιφρόνηση.

«Τότε πρέπει να τον βρούμε, πριν… πριν…» Ο χάφλινγκ έψαχνε να βρει έναν λεπτό τρόπο για να διατυπώσει τη φράση του. «Πριν!..» κατέληξε τελικά, κλείνοντας της το μάτι για να δείξει τι εννοεί.

«Είναι κάπου από κει», απάντησε η κυρία δείχνοντας στον διάδρομο, στην κατεύθυνση προς την οποία πήγαιναν ήδη οι δυο φίλοι.

Ο Όλιβερ χαμογέλασε και τη χαιρέτισε αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του. Μετά έστρεψε τη γυναίκα και την έσπρωξε πάλι μέσα στο δωμάτιο από το οποίο είχε βγει.

«Αυτοί οι άνθρωποι με αηδιάζουν», είπε ο Λούθιεν καθώς ξεκινούσαν πάλι.

«Φυσικά, φυσικά…» συμφώνησε ο Όλιβερ, παρ’ ότι πριν από όχι πολύ καιρό έπαιζε και ο ίδιος αυτά τα παιχνίδια στις συγκεντρώσεις των ευγενών, συνήθως προσφέροντας τον παρηγορητικό ώμο του στις κυρίες που δεν είχαν καταφέρει να τυλίξουν τον πιο πλούσιο ή τον πιο ισχυρό ή τον πιο όμορφο καλεσμένο (αν και ο Όλιβερ θεωρούσε πάντα ότι ο πιο όμορφος ήταν ο ίδιος). Φυσικά ήταν αηδιαστικοί, όπως είπε ο Λούθιεν, με ρηχά και ταπεινά πάθη. Ελάχιστοι ευγενείς στη Γασκόνη αλλά και στο Άβον, όπως έβλεπε τώρα ο Όλιβερ, έκαναν τίποτα πιο ουσιαστικό από το οργανώνουν γιορτές με πλούσια φαγητά και δεκάδες νεαρές βαμμένες κυρίες. Αυτές οι συχνές εκδηλώσεις ήταν όργια λαγνείας, απληστίας και λαιμαργίας.

Ο Όλιβερ, όμως, πίστευε ότι αυτές οι γιορτές μπορούν να είναι επίσης διασκεδαστικές.

Οι δυο φίλοι έγιναν πιο προσεχτικοί ενώ συνέχιζαν τον δρόμο τους προς το κεντρικό τμήμα του παλατιού, καθώς εδώ έβρισκαν λιγότερους καλεσμένους και περισσότερους Κυκλωπιανούς, ιδιαίτερα Πραιτωριανούς Φρουρούς. Η μουσική ακουγόταν πιο αμυδρά, ο φωτισμός ήταν πιο χαμηλός, ώσπου σε κάποιο σημείο ο Λούθιεν αποφάσισε ότι είναι ώρα να πάψουν να προσποιούνται τους καλεσμένους και να κρυφτούν κάτω από την προστασία του μαγικού μανδύα.

«Μα αν κρυφτούμε δεν θα μπορέσουμε να ρωτήσουμε πού είναι ο δούκας, ούτε πώς θα τον βρούμε!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ.

Ήταν καλό επιχείρημα, γιατί δεν είχαν ακόμη ιδέα ποιο δωμάτιο μπορεί να ήταν του δούκα. Δεν ήξεραν καν αν η “ξένη”, για την οποία είχε μιλήσει η κυρία, ήταν η Κατρίν. Ο Λούθιεν όμως δεν άλλαξε γνώμη. «Έχει πολλούς Κυκλωπιανούς», είπε. «Θα τραβούσαμε όλο πιο πολύ την προσοχή, ακόμη και αν ήμασταν καλεσμένοι».