Ο Όλιβερ, αφού σήκωσε τους ώμους, κρύφτηκε κάτω από τον μανδύα και ο Λούθιεν πήγε μαζί του δίπλα στον τοίχο, όπου άρχισαν να προχωρούν από σκιά σε σκιά. Λίγο αργότερα έφτασαν σε μια σκάλα που διευθυνόταν προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω. Ήταν δίλημμα, γιατί δεν ήξεραν προς τα πού να πάνε. Στον τέταρτο όροφο ή στον δεύτερο; Ή μήπως έπρεπε να παραμείνουν στον τρίτο όροφο, αφού ο διάδρομος συνεχιζόταν και πέρα από τη σκάλα;
Σε αυτό το σημείο χρειάζονταν λίγη τύχη, και τη βρήκαν, γιατί εκείνη τη στιγμή ανέβηκαν τη σκάλα ερχόμενες από τον δεύτερο όροφο δυο υπηρέτριες. Φορούσαν απλά λευκά ρούχα και ο Όλιβερ κατάλαβε ότι πρέπει να είναι μαγείρισσες ή καμαριέρες.
«Βρήκε όμορφη γυναίκα γι’ απόψε», είπε η μία. Ήταν γριά, με ένα μόνο δόντι στο στόμα της που ήταν στραβό, κίτρινο και ξεπρόβαλλε σε παράξενη γωνία σκεπάζοντας το κάτω χείλι της. «Είδες κατακόκκινα μαλλιά; Πρέπει να είναι σκέτη φλόγα!»
«Ο γέρο-παραλυμένος!» είπε η άλλη, που δεν ήταν πολύ πιο νέα, ούτε πολύ πιο όμορφη. «Είναι μικρό κορίτσι, δεν έχει ούτε τη μισή του ηλικία!»
«Σσσσ!» της απάντησε η πρώτη. «Μη μιλάς έτσι για τον δούκα!»
«Μπα! Ο δούκας ξέρει τι κάνει. Σίγουρα έχει τους λόγους του που μας έδιωξε!»
«Τουλάχιστον τελειώσαμε για απόψε», είπε η γριά με το ένα δόντι. «Εγώ πάω κατευθείαν στο κρεβάτι!»
«Το ίδιο και ο δούκας με την κοκκινομάλλα…» απάντησε η άλλη και γέλασαν και οι δύο κακαριστά. Πέρασαν δίπλα στους δυο φίλους χωρίς να τους δουν.
Ο Λούθιεν χρειάστηκε όλη τη δύναμη της θέλησής του για να περιμένει μέχρι να φύγουν οι καμαριέρες πριν κατεβεί τρέχοντας τη σκάλα. Ο Όλιβερ προσπάθησε να τον κρατήσει, αλλά ο Λούθιεν κατέβαινε ήδη τα σκαλοπάτια τρία-τρία.
Ο χάφλινγκ αναστενάζοντας πήγε να τον ακολουθήσει, σταμάτησε όμως μια στιγμή καθώς είδε ότι ο μανδύας είχε αφήσει άλλη μία ανεξίτηλη “πορφυρή σκιά” στον τοίχο δίπλα στη σκάλα.
Όταν κατέβηκαν στον κάτω όροφο, τα πράγματα ήταν λίγο πιο απλά. Υπήρχαν τρεις πόρτες μπροστά στη σκάλα, σε απόσταση μεταξύ τους γύρω στα τριάμισι μέτρα. Οι δύο πλαϊνές δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο, ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι μάλλον οδηγούσαν σε διαδρόμους. Πήγε στη μεσαία συγκρατώντας τη διάθεσή του να ορμήσει μέσα κατευθείαν και δοκίμασε να γυρίσει μαλακά το χερούλι.
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Ο Λούθιεν έκανε πίσω γρυλλίζοντας, έτοιμος να πέσει πάνω της για να τη σπάσει, αλλά ο Όλιβερ εμφανίστηκε δίπλα του κάνοντάς του νόημα να ηρεμήσει. Έβγαλε ένα λεπτό ασημόχρωμο διαρρηκτικό εργαλείο από κάποια τσέπη της εξάρτησης και μια στιγμή αργότερα γύρισε για να κοιτάξει τον Λούθιεν με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο, έχοντας ήδη ανοίξει την κλειδαριά. Ο Λούθιεν έσπρωξε την πόρτα και πέρασε δίπλα του βγαίνοντας σε έναν ακόμη διάδρομο. Ήταν πιο μικρός, με διακόσμηση από ψηφιδωτά και τρεις πόρτες σε κάθε πλευρά.
Μπροστά στη μία πόρτα, τη μεσαία της αριστερής πλευράς, στέκονταν δυο μεγαλόσωμοι Πραιτωριανοί Φρουροί.
«Ε, απαγορεύεται να μπείτε εδώ!» μούγκρισε ο ένας πλησιάζοντας, ενώ το χέρι του είχε πάει σε ένα βαρύ ρόπαλο που κρεμόταν από τη ζώνη του.
«Ο φίλος μου από ’δώ χρειάζεται ένα μέρος για να κάνει εμετό», αυτοσχεδίασε ο Όλιβερ δίνοντας ταυτόχρονα μια σκουντιά στον Λούθιεν.
Αυτός έσκυψε παραπατώντας σαν να ήταν έτοιμος να ξεράσει και ο Κυκλωπιανός παραμέρισε αηδιασμένος, αφήνοντάς τον να περάσει δίπλα του. Μετά γύρισε στον Όλιβερ για να διαμαρτυρηθεί, αλλά ένα λεπτό ξίφος του τρύπησε τον λαιμό.
Ο άλλος Πραιτωριανός, μην βλέποντας τι συμβαίνει πίσω από τον Λούθιεν, προχώρησε για να απομακρύνει τον μεθυσμένο. Ο Λούθιεν του έπιασε το χέρι κάνοντας ένα βήμα μπροστά, οπότε ξαφνικά ο φρουρός ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών με εμβρόντητη έκφραση, καθώς ο Τυφλωτής χώθηκε στην κοιλιά του με κατεύθυνση προς τα πάνω σημαδεύοντας τα πνευμόνια και την καρδιά του.
Ο χάφλινγκ έκλεισε την πόρτα προς τη σκάλα. «Ας ελπίσουμε ότι είμαστε στο σωστό μέρος», ψιθύρισε, αλλά το παλληκάρι δεν τον άκουγε, δεν περίμενε καν να διαρρήξει την κλειδαριά ο Όλιβερ. Έτρεξε μουγκρίζοντας στον διάδρομο στρίβοντας δεξιά, μετά πάλι απότομα αριστερά, έσπασε την πόρτα και βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα του δούκα Πάραγκορ.
Ο Πάραγκορ ήταν μέσα, καθόταν με την πλάτη προς το γραφείο του στη δεξιά γωνία του δωματίου γυρισμένος προς το κρεβάτι, όπου ήταν καθισμένη η Κατρίν με τους αστραγάλους και τους καρπούς δεμένους έχοντας έναν Πραιτωριανό Φρουρό από κάθε πλευρά.
Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι μεγαλύτερο, σκοτεινότερο, με νυχτεριδίσια φτερά και με κόκκινες φωτιές να αστράφτουν στα σκοτεινά μάτια του.