Ο Πάραγκορ θυμήθηκε τις προειδοποιήσεις του Θόουατλ, ότι δεν πρέπει να μετατρέψει την Πορφυρή Σκιά σε μάρτυρα, γι’ αυτό η πρώτη του επίθεση, μια αστραπή λευκής ενέργειας, δεν είχε για στόχο της τον Λούθιεν ούτε και κανέναν από τους συντρόφους του, αλλά τον Πρεχοτέκ.
Στο μεταξύ ο δαίμονας είχε πλησιάσει στον Λούθιεν, έτσι η επίθεση του μάγου φάνηκε σαν λάθος σκόπευσης. Η λευκή αστραπή χτύπησε το φτερό του Πρεχοτέκ. Δεν του προκάλεσε βλάβες, αλλά σταμάτησε την επίθεσή του εκτοξεύοντάς τον στον απέναντι τοίχο.
Ο Λούθιεν, που αγωνιζόταν να μην υποκύψει στον τρόμο του, όρμησε μπροστά και κάρφωσε τον Πρεχοτέκ με τον Τυφλωτή βάζοντας όλη του τη δύναμη. Το σπαθί, φτιαγμένο από νάνους του Άιρον Κρος σε παλιές εποχές, είχε λεπίδα από σφυρήλατο μέταλλο με χίλιες επάλληλες στρώσεις. Τώρα, μετά από αιώνες χρήσης, ήταν καλύτερο από τότε που φτιάχτηκε αρχικά, γιατί καθώς φθειρόταν η λεπίδα κάθε στρώμα μετάλλου ήταν πιο σκληρό από το προηγούμενο. Το σπαθί χώθηκε βαθιά στο σώμα του δαίμονα. Ο Λούθιεν αγνόησε το καυτό πρασινωπό αίμα που πετάχτηκε από τον τρυπημένο κορμό του Πρεχοτέκ και συνέχισε να σπρώχνει ρίχνοντας όλο του το βάρος. Ο Τυφλωτής βυθίστηκε στο σώμα του δαίμονα μέχρι την πετραδοστόλιστη χρυσή λαβή του, τον όρθιο δράκοντα. Οι μυτερές άκρες των ανασηκωμένων φτερών του δράκοντα, του προστατευτικού της λαβής, άνοιξαν μικρές τρύπες στη σάρκα του δαίμονα.
Ο Λούθιεν, γρυλλίζοντας και ουρλιάζοντας κοίταξε τα πύρινα μάτια του δαίμονα με την πεποίθηση ότι είχε νικήσει, πιστεύοντας ότι κανένα πλάσμα, ούτε καν ένα τέρας της Αβύσσου, δεν θα μπορούσε να αντέξει ένα τέτοιο χτύπημα.
Ο Πρεχοτέκ φαινόταν να υποφέρει, πράσινο αίμα ανάβλυζε από το τραύμα του, αλλά σιγά-σιγά ένα άγριο χαμόγελο απλώθηκε στο φιδίσιο πρόσωπό του. Ένας τρεμάμενο χέρι με μακριά νύχια απλώθηκε να πιάσει τον Λούθιεν, που οπισθοχώρησε όσο μπορούσε μην τολμώντας να τραβήξει το σπαθί. Ένα αργόσυρτο σιγανό μούγκρισμα ακούστηκε από το στόμα του δαίμονα. Το εξασθενημένο χέρι του Πρεχοτέκ έπιασε τον Λούθιεν από τον χιτώνα και τον έσπρωξε. Ο γίγαντας των τρισήμισι μέτρων τέντωσε το μακρύ του χέρι σπρώχνοντας τον Λούθιεν πίσω βήμα προς βήμα και, καθώς εκείνος δεν τολμούσε να αφήσει τον Τυφλωτή, το ξίφος ακολούθησε βγαίνοντας βαθμιαία από το τραύμα.
Όταν τεντώθηκε τελείως το χέρι του Πρεχοτέκ, ο Τυφλωτής ήταν μόνο μερικά εκατοστά μέσα στο στήθος του τέρατος. Ο Λούθιεν τον τράβηξε έξω και τον σήκωσε με δύναμη ίσια προς τα πάνω τραυματίζοντας τον Πρεχοτέκ στο κάτω μέρος του σαγονιού. Πριν προλάβει όμως να κάνει τίποτε άλλο, ο δαίμονας τον άρπαξε πιο σφιχτά και τον πέταξε μακριά, δίπλα στην πόρτα.
Ο Λούθιεν κατρακύλησε ελεγχόμενα και, πατώντας στα πόδια του, βρέθηκε όρθιος για να δει τον Πάραγκορ να ρίχνει ένα ξόρκι στοχεύοντας προς το μέρος του. Βουτώντας έξω, μέσα από την ανοιχτή πόρτα, την έκλεισε πίσω του.
Η πόρτα βρόντηξε ακόμη πιο δυνατά, όταν τη χτύπησε η αστραπή του Πάραγκορ σκίζοντας το ξύλο στη μέση από πάνω μέχρι κάτω και τινάζοντας σκλήθρες στο διάδρομο. Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάνω αστραπιαία, έτοιμος να ορμήσει πάλι μέσα, αλλά αναγκάστηκε να κάνει μια δεύτερη βουτιά στο πλάι, καθώς η πόρτα διαλύθηκε τελείως και όρμησε έξω ο Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν έτρεξε να χωθεί ανάμεσα στην πόρτα και την πλάτη του τέρατος. Είδε την Κατρίν στο κρεβάτι να σφίγγει με όλη της τη δύναμη και τον Κυκλωπιανό να αγκομαχά γρατσουνώντας τα χέρια και τους καρπούς της. Είδε τον δεύτερο μονόφθαλμο να κινείται μάταια δεξιά-αριστερά προσπαθώντας να χωθεί κάτω από το κρεβάτι, ενώ το ξίφος του Όλιβερ τον τρυπούσε ολοένα.
«Φύγετε!» φώναξε ο Λούθιεν στον Όλιβερ και, βγάζοντας την κεχριμπαριά πέτρα από την τσέπη της ζώνης του, την έστειλε να κυλήσει κάτω από το κρεβάτι, ελπίζοντας ότι ο χάφλινγκ θα τη δει και θα βρει την ευκαιρία να πάρει την Κατρίν μαζί του, αν αυτή η πέτρα ήταν όντως μια μέθοδος διαφυγής.
Στο μεταξύ ο Πάραγκορ πλησίαζε με το σκοτεινά του μάτια καρφωμένα στον Λούθιεν, σαν να μην είχε τίποτε άλλο σημασία στον κόσμο. Τα μαλλιά του ήταν ορθωμένα πίσω από τα αφτιά, έτσι ώστε ήταν εξίσου τερατώδης με τον Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν αποδέχθηκε ότι δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον μάγο και τον δαίμονα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να ξεφύγουν η Κατρίν και ο Όλιβερ. Έτσι, αφού γύρισε μουγκρίζοντας με μανία, κατέβασε τον Τυφλωτή στην πλάτη του Πρεχοτέκ ανάμεσα στα φτερά.
Ο δαίμονας ούρλιαξε και γύρισε αστραπιαία αυλακώνοντας τον αέρα με τα νύχια του, αλλά ο Λούθιεν είχε κυλήσει κιόλας στο πλάι, με αποτέλεσμα το χέρι του Πρεχοτέκ να βρει μόνο το κούφωμα της πόρτας και τα ξύλα που είχαν απομείνει πάνω του, τινάζοντας μια βροχή από σκλήθρες στο πρόσωπο του Πάραγκορ.