«Ανόητε!» φώναξε ο δούκας πιάνοντας το ματωμένο πρόσωπό του. «Μην τον σκοτώσεις!»
Την ίδια στιγμή που ο Πάραγκορ φώναζε αυτήν τη διαταγή, ο Τυφλωτής κατέβηκε πάλι καταφέρνοντας ένα τρομερό χτύπημα στο πλάι του κεφαλιού του σκυμμένου δαίμονα. Ο Πρεχοτέκ έβγαλε μια γοερή κραυγή, έτσι ώστε έγινε φανερό ότι καμιά εντολή του μάγου, καμιά λογική δεν μπορούσε πια να σταματήσει τη μανία του. Γύρισε έξαλλος γεμίζοντας τον διάδρομο με τον τεράστιο όγκο του, για να μην μπορεί ο Λούθιεν να γλιστρήσει πάλι πίσω του.
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, ο δαίμονας ακόμη σκυμμένος με τα φτερά κολλημένα στην πλάτη του για να μην προσκρούουν στους τοίχους. Ο διάδρομος ήταν μικρός και μάλλον στενός, ενώ το ταβάνι δεν ήταν αρκετά ψηλό για να χωρέσει το πελώριο τέρας. Ο Πρεχοτέκ όμως μπορούσε να πολεμήσει εύκολα, ακόμη και με αυτές τις συνθήκες.
Ο Λούθιεν έσκυψε κι αυτός οπισθοχωρώντας στον διάδρομο καθώς πλησίαζε ο δαίμονας. Όταν τα χέρια με τα μακριά νύχια προσπαθούσαν να τον αρπάξουν, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Λούθιεν ήταν να αποκρούει τινάζοντας το σπαθί του πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Σε μια στιγμή σκόνταψε πάνω σε έναν από τους νεκρούς Κυκλωπιανούς και κόντεψε να πέσει — ήξερε ότι, αν έπεφτε, η ζωή του θα έβρισκε ξαφνικό και βίαιο τέλος.
Ξαναβρήκε την ισορροπία του και, κοιτάζοντας τον εχθρό του, είδε κατάπληκτος δύο κόκκινες ακτίνες με μήκος στιλέτου να βγαίνουν από τα μάτια του Πρεχοτέκ. Ένα ακόμη απαίσιο χαμόγελο απλώθηκε στο φιδίσιο μούτρο του, καθώς ο δαίμονας αλληθώρισε τα μάτια του για να διασταυρώσει τις ακτίνες. Όταν οι ακτίνες άγγιξαν η μία την άλλη, από το σημείο της συνάντησής τους εκτοξεύτηκε μια τρίτη, που χτύπησε τον Λούθιεν στη μέση του στήθους και τον πέταξε πίσω.
Προσπάθησε να πάρει ανάσα, αισθάνθηκε το κάψιμο στο σημείο του αφόρητου πόνου και είδε το χαμογελαστό τέρας να πλησιάζει πάλι. Προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, το ένστικτο του φώναζε να το βάλει στα πόδια, αλλά η πόρτα πίσω του ήταν κλεισμένη κι άλλωστε άνοιγε μόνο προς τη μία μεριά, προς τον διάδρομο.
Αν σκεφτόταν ψύχραιμα, θα μπορούσε να παραμερίσει και να ανοίξει την πόρτα διαφεύγοντας έτσι στο μεγάλο παλάτι. Αλλά δεν μπορούσε να καθυστερήσει για να σκεφτεί, με τον πόνο που τον διαπερνούσε και τον Πρεχοτέκ τόσο κοντά του να απλώνει τα μεγάλα χέρια του για να τον αρπάξει. Μετά, η ευκαιρία χάθηκε εντελώς όταν ο Πρεχοτέκ με ένα μαγικό ξόρκι έκανε την πόρτα να φουσκώσει και να στραβώσει, έτσι που δεν άνοιγε πια καθόλου.
«Θα πέσεις επιτέλους κάτω να πεθάνεις, φρικτή διασταύρωση ψαριού με γουρούνι;» φώναξε ο Όλιβερ καρφώνοντας άλλη μια φορά τον Κυκλωπιανό. Τον είχε τρυπήσει ήδη είκοσι φορές τουλάχιστον. Το πρόσωπό του, το στήθος του και τα δύο χέρια του ήταν γεμάτα αίματα. Αλλά ο μονόφθαλμος δεν ξεφώνιζε, δεν διαμαρτυρόταν, μα ούτε κι υποχωρούσε.
Κάτι κύλησε δίπλα στον Όλιβερ, ενώ συγχρόνως ο χάφλινγκ άκουγε τον Λούθιεν να του φωνάζει να φύγει. Το άρπαξε χωρίς να ξέρει καν τι είναι και μετά άλλαξε τακτική. Κάρφωσε άλλη μια φορά τον Κυκλωπιανό, αλλά μετά οπισθοχώρησε αφήνοντας τον αντίπαλό του να χωθεί πιο βαθιά κάτω από το κρεβάτι. Όταν εκείνος μπήκε όλος από κάτω, ο Όλιβερ, πιο μικρός και ευκίνητος σε τόσο στενό χώρο, τον κάρφωσε στο μέτωπο και μετά βγήκε έξω από την άλλη μεριά. Όταν σηκώθηκε όρθιος, βρήκε την Κατρίν να εξακολουθεί το σφίξιμο της αλυσίδας με όλη της τη δύναμη, αν και ο στραγγαλισμένος φρουρός δεν πάλευε πια.
«Νομίζω ότι μπορείς να σταματήσεις τώρα», της είπε, οπότε η Κατρίν συνειδητοποίησε επιτέλους ότι ο αντίπαλός της είχε πεθάνει. «Αλλά αν θέλεις να παλέψεις κι άλλο», συνέχισε ο Όλιβερ, πηδώντας ταυτόχρονα μακριά από το κρεβάτι καθώς πήγε να τον αρπάξει ο άλλος Κυκλωπιανός που ήταν πεσμένος ακόμη στα τέσσερα, «περίμενε μια στιγμή».
Ο χάφλινγκ απομακρύνθηκε ενώ η Κατρίν σηκωνόταν όρθια. Κοίταξε προς την πόρτα, το ίδιο κι ο Όλιβερ, απ’ όπου είδαν στον διάδρομο τον Πάραγκορ να προσπαθεί να βγάλει κάτι από το ματωμένο πρόσωπό του.
Μετά η προσοχή της Κατρίν στράφηκε πάλι σ’ ένα πιο άμεσο πρόβλημα: τον Κυκλωπιανό, που είχε ξαναβγεί κάτω από το κρεβάτι. Περίμενε σκυφτή και, μόλις εκείνος σηκώθηκε όρθιος, του φώναξε. Καθώς γύριζε, η Κατρίν έκανε βουτιά περνώντας την αλυσίδα των χεριών της κάτω από το σαγόνι του, ενώ ταυτόχρονα πηδούσε με μια τούμπα πάνω από τους ώμους του.
Προσγειώθηκε στα γόνατα τραβώντας τον Κυκλωπιανό κι αναγκάζοντάς τον να γείρει προς τα πίσω. Θεώρησε αυτή την κίνηση εκπληκτικά έξυπνη και θανάσιμη, αλλά ο Κυκλωπιανός ήταν πολύ πιο δυνατός απ’ ό,τι περίμενε, ενώ η ίδια δεν ήταν πολύ βαριά. Έτσι, ο μονόφθαλμος έφερε τα χέρια πάνω από τους ώμους του, έπιασε την Κατρίν από τους αγκώνες και την τράβηξε τόσο δυνατά ώστε εκείνη ξεφώνισε από πόνο.