Выбрать главу

Ο Όλιβερ, που περιεργαζόταν την κεχριμπαριά πέτρα, πήγε με όλη του την άνεση για να σταθεί μπροστά στον απασχολημένο μονόφθαλμο. Αυτός δεν τον πρόσεξε καν, καθώς προσπαθούσε να κοιτάξει την Κατρίν πίσω του.

«Γκουχ, γκουχ», ξερόβηξε ο χάφλινγκ χτυπώντας τον Κυκλωπιανό στην κορυφή του κεφαλιού με το ξίφος του.

Αυτός χαλάρωσε τη λαβή του πάνω στην Κατρίν και γύρισε αργά, για να δει μπροστά του την αιχμή του ξίφους του Όλιβερ.

»Θα σε πονέσει», τον πληροφόρησε ο χάφλινγκ και το ξίφος τινάχτηκε μπροστά.

Ο μονόφθαλμος στο μεταξύ είχε αφήσει αλαφιασμένος την Κατρίν και προσπαθούσε να αρπάξει το ξίφος, αλλά ο Όλιβερ ήταν πολύ γρήγορος, με αποτέλεσμα η αιχμή να καρφωθεί στο μάτι του Κυκλωπιανού.

Ο Όλιβερ απομακρύνθηκε εξετάζοντας πάλι την πέτρα, προσπαθώντας να θυμηθεί όσα τους είχε πει η Σιόμπαν όταν την έδωσε στον Λούθιεν. Η Κατρίν, με τα χέρια της ελεύθερα πάλι καθώς ο τυφλωμένος Κυκλωπιανός ούρλιαζε και σφάδαζε άσκοπα, γύρισε προς το μέρος του σταυρώνοντας την αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του.

Αν την άρπαζε πάλι ο φρουρός ίσως κατάφερνε να ελευθερωθεί από τον θανάσιμο βρόχο, αλλά ήταν πια τρελός από τον πόνο. Σφάδαζε, χτυπιόταν, στριφογύριζε πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Η Κατρίν τον ακολουθούσε, με την αλυσίδα να κάνει τη θανάσιμη δουλειά της.

Ο Όλιβερ δεν ασχολιόταν πια μ’ αυτό το θέμα. Προχώρησε μπροστά από τα πόδια του κρεβατιού και πέταξε την κεχριμπαριά πέτρα στον τοίχο φωνάζοντας τρεις φορές το όνομα του Μπριντ’Αμούρ. Η πέτρα έσπασε, αλλά πριν προλάβει να πέσει στο δάπεδο έστω κι ένα κομμάτι της, ξαφνικά μετατράπηκε σε κάτι άυλο που άρχισε να στροβιλίζεται σαν ομίχλη και έγινε μέρος του τοίχου μεταμορφώνοντάς τον.

Ο Όλιβερ, αναγνωρίζοντας το μαγικό τούνελ, κατάλαβε ότι αυτός και η Κατρίν μπορούσαν τώρα να ξεφύγουν. «Α, ο καλός μου Μπριντ’Αμούρ!» είπε ο χάφλινγκ, πριν μεταφέρει το βλέμμα του από τον μαγικό διάδρομο στη σπασμένη πόρτα. Στον διάδρομο δεν φαινόταν κανείς από τους τρεις, ούτε ο Λούθιεν, ούτε ο δαίμονας, ούτε ο μάγος.

»Μεγάλος μπελάς να είσαι φίλος», ψιθύρισε ξεκινώντας για την πόρτα.

Πριν προλάβει όμως να κάνει τρία βήματα, δυο μορφές φάνηκαν μέσα από την κεχριμπαριά ομίχλη και όρμησαν στο δωμάτιο. Ο Όλιβερ τους κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η Κατρίν, αποτελειώνοντας τον δεύτερο Κυκλωπιανό, τολμούσε τώρα να ελπίζει.

Ο Μπριντ’Αμούρ με τον Έσταμπρουκ.

Οι αποκρούσεις έρχονταν η μία μετά την άλλη, με τον Τυφλωτή να κινείται μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, σταματώντας το φριχτό χέρι λίγο πριν χτυπήσει τον Λούθιεν ή λίγο μετά, πριν προλάβει ο δαίμονας να τον αρπάξει καλά ή να χώσει πολύ βαθιά τα τρομερά του νύχια. Ο Λούθιεν δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Το ήξερε αυτό, όπως ήξερε επίσης ότι δεν μπορούσε να αντιδράσει με κανέναν άλλο τρόπο.

Δυο κόκκινες σαν αίμα ακτίνες άρχισαν πάλι να βγαίνουν από τα πύρινα μάτια του Πρεχοτέκ.

Ο Λούθιεν ούρλιαξε. Στήριξε το ένα πόδι του στην πόρτα και πήδησε προς το τέρας περνώντας ανάμεσα στα απλωμένα χέρια του. Ξαφνικά έσκυψε καθώς ο Πρεχοτέκ αλληθώρισε τα μάτια του. Οι δυο ακτίνες ενώθηκαν εκτοξεύοντας την κόκκινη αστραπή, που πέρασε πάνω από το κεφάλι του Λούθιεν και χτύπησε την πόρτα ανοίγοντας μια μεγάλη ρωγμή.

Ο Λούθιεν κάρφωσε με το σπαθί του ίσια μπροστά χτυπώντας τον Πρεχοτέκ στην κοιλιά. Μετά, αφού σπάθισε δεξιά αυλακώνοντας το φτερό του δαίμονα, πετάχτηκε κι ο ίδιος δεξιά προσπαθώντας να περάσει ανάμεσα στον Πρεχοτέκ και τον τοίχο, ώστε να βγει στο ελεύθερο μέρος του διαδρόμου.

Ο Πρεχοτέκ γύρισε και, παρ’ όλο που δεν μπορούσε με το τεράστιο σώμα του να προλάβει τις κινήσεις του Λούθιεν, κατάφερε να σηκώσει το πόδι του και να τον χτυπήσει με το γόνατο στα πλευρά πετώντας τον με δύναμη πάνω στον τοίχο του διαδρόμου.

Ο Λούθιεν, αφού προσέκρουσε πάνω στον τοίχο, πετάχτηκε από την άλλη μεριά και προσπάθησε να απομακρυνθεί στα τέσσερα γδέρνοντας γόνατα κι αγκώνες, αγκομαχώντας, αγωνιζόμενος να φτάσει πάλι στην πόρτα του δωματίου του μάγου, μολονότι ο πόνος ήταν τόσο δυνατός ώστε δεν μπορούσε καν να σηκώσει το κεφάλι του για να κοιτάξει πού πήγαινε.

Είδε τον καφεκίτρινο χιτώνα του μάγου, αρρωστημένο χρώμα για έναν αρρωστημένο άνθρωπο.

Κατάφερε να σταθεί στα γόνατα, στήριξε την πλάτη του στον τοίχο και σηκώθηκε έτσι όρθιος. Πριν προλάβει ακόμη να ισιώσει τελείως το σώμα του, πριν ακόμη κοιτάξει τον Πάραγκορ, άκουσε το κροτάλισμα της ενέργειας.

Μπλε γραμμές διέγραφαν τόξα ανάμεσα στα δάχτυλα του Πάραγκορ και, όταν τίναξε τα χέρια του προς τον Λούθιεν, οι γραμμές επιμηκύνθηκαν τυλίγοντάς τον με ένα στρώμα ενέργειας.