Выбрать главу

Ο Λούθιεν αισθάνθηκε όλο το σώμα του να τινάζεται σπασμωδικά. Τα μαλλιά του ορθώθηκαν, ενώ το σαγόνι του συσπώταν τόσο δυνατά ώστε δάγκωσε επανειλημμένα τη γλώσσα του γεμίζοντας το στόμα του με αίμα. Προσπάθησε να κοιτάξει τον μάγο, αλλά οι μυώνες του δεν υπάκουαν. Οι σπασμοί συνεχίστηκαν. Χτύπησε το κεφάλι του τόσο δυνατά στον τοίχο πίσω του που χρειάστηκε να παλέψει για να μη χάσει τις αισθήσεις του.

Μόλις που αντιλήφθηκε την κίνηση, όταν ο Πρεχοτέκ γύρισε και προχώρησε προς το μέρος του, με το χέρι απλωμένο για να τον αρπάξει από το κεφάλι.

Με ένα θριαμβευτικό μουγκρητό, το τέρας πήγε να πιάσει τη λεία του σκοπεύοντας να λιώσει το κρανίο του Λούθιεν. Αλλά η ενέργεια που είχε τυλίξει τον νεαρό, άστραψε με την επαφή τινάζοντας μακριά το χέρι του δαίμονα. Ο Πρεχοτέκ κοίταξε τον Πάραγκορ με το φιδίσιο πρόσωπό του συσπασμένο από οργή.

«Δεν θα τον σκοτώσεις αυτόν!» είπε ο δούκας. «Είναι δικός μου. Πήγαινε στην ερωμένη του και κάνε της ό,τι θέλεις!»

Ο Λούθιεν το άκουσε. Παρά τα κροταλίσματα και τον πόνο, παρά το τρίξιμο που έβγαζαν τα ίδια του τα κόκαλα καθώς τρανταζόταν από τους σπασμούς, το άκουσε. Ο Πάραγκορ είχε στείλει τον Πρεχοτέκ στην Κατρίν. Του είχε δώσει την άδεια να τη σκοτώσει… ή να της κάνει κάτι ακόμη χειρότερο.

«Όχι», μούγκρισε, βγάζοντας με δυσκολία τη λέξη από το στόμα του. Ίσιωσε το κορμί του χρησιμοποιώντας για στήριγμα τον τοίχο και, με τη δύναμη της θέλησής του μόνο, κατάφερε να σταθεροποιήσει το σώμα του αρκετά για να κοιτάξει τον δούκα κατάματα.

Ενώ ο Πάραγκορ κι ο Πρεχοτέκ κοίταζαν το παλληκάρι με σεβασμό, ο Λούθιεν είδε πάνω από τον ώμο του δούκα τον μάγο με τον μπλε χιτώνα στην ανοιχτή πόρτα του δωματίου.

Τα χέρια του Μπριντ’Αμούρ κινούνταν σε κύκλους καθώς έλεγε ένα ξόρκι. Πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα, έφερε τα χέρια πίσω δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του και μετά τα τίναξε μπροστά φυσώντας ταυτόχρονα με όλη του τη δύναμη.

Μια παράξενη εικόνα ήλθε στον Λούθιεν, ο μάγος σε παιδική ηλικία να σβήνει τα κεράκια πάνω στην τούρτα των γενεθλίων του.

Ακολούθησε μια φωτεινή έκρηξη μαζί με μια ξαφνική, δυνατή ριπή ανέμου, που κόλλησε τον Λούθιεν πάνω στον τοίχο παρασύροντας ταυτόχρονα την ενέργεια, η οποία έβγαινε από τα χέρια του Πάραγκορ, και ελευθερώνοντας τον παγιδευμένο νέο.

Ο Πάραγκορ παραπάτησε, αλλά αμέσως μετά γύρισε και κοίταξε άγρια τον νέο του αντίπαλο. Τον γνώρισε, ήταν ο γέρος που είχε δει στη μαντική λεκάνη. Και τώρα, με αυτή την επίδειξη δύναμης από μέρους του, ο Πάραγκορ συνειδητοποίησε ότι ήταν ένας μάγος.

«Εσύ!» μούγκρισε άγρια, και ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι ο μάγος-δούκας, που ήξερε την ιστορία της αρχαίας αδελφότητας και που σίγουρα ο Γκρινσπάροου τον είχε προειδοποιήσει για τον γέροντα, αντιλήφθηκε επιτέλους ποιος είναι. Με μια πρωτόγονη κραυγή, ο Πάραγκορ σήκωσε τα χέρια του που άρχισαν να λάμπουν με εκείνο το άρρωστημένο καφεκίτρινο χρώμα. Ο δούκας όρμησε για να αρπάξει τον γέρο-μάγο από τον λαιμό.

Όταν ο Λούθιεν συνήλθε αρκετά για να κοιτάξει γύρω του, είδε ότι ήταν πεσμένος κάτω, με ένα πέπλο από χρυσό φως να αιωρείται στον αέρα από πάνω του. Διέκρινε τη γιγάντια σκοτεινή μορφή του Πρεχοτέκ μέσα από το πέπλο και είδε το τεράστιο πόδι του δαίμονα να σηκώνεται από πάνω του.

Ο Λούθιεν έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να αρπάξει το σπαθί του, αλλά δεν προλάβαινε πια να κάνει τίποτα, έτσι ούρλιαξε σίγουρος ότι ο δαίμονας θα τον έλιωνε.

Αμέσως όμως ακούστηκε να ουρλιάζει ο ίδιος ο Πρεχοτέκ με τρομερές, φρικτές κραυγές αγωνίας, γιατί όταν το πόδι του μπήκε μέσα στο χρυσαφένιο πέπλο, διαλύθηκε σαν να το κατέφαγε κάποιο οξύ.

Τα χέρια του Μπριντ’Αμούρ, λάμποντας με μια άγρια γαλάζια λάμψη ίδια με το χρώμα του χιτώνα του, υψώθηκαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση του δούκα. Έπιασε τα χέρι του Πάραγκορ και αισθάνθηκε την αρρώστια που ακτινοβολούσαν, μια ενέργεια που ζάρωνε και σάπιζε ό,τι άγγιζε. Ο Μπριντ’Αμούρ απάντησε με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε, λέγοντας ψαλμούς θεραπείας και ψαλμούς ψύξης που θα παρέλυαν τις αόρατες μύγες της αρρώστιας, τις οποίες εξέπεμπε ο Πάραγκορ.

Στο μεταξύ ο Πάραγκορ γρύλλιζε στριφογυρίζοντας από ’δώ κι από ’κεί, ενώ συγχρόνως έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη. Όμως ο Μπριντ’Αμούρ τον ακολουθούσε, στρεφόταν κι αυτός απαντώντας σε κάθε κίνηση του δούκα. Ξαφνικά ο Πάραγκορ, ελευθερώνοντας το ένα χέρι του, προσπάθησε να χτυπήσει τον Μπριντ’Αμούρ στο πρόσωπο.

Ο γέρο-μάγος σταμάτησε το χτύπημα με το χέρι του, όμως στο σημείο όπου τον άγγιξε ο Πάραγκορ το δέρμα του ρυτίδωσε κι άνοιξε σχηματίζοντας μια αιμάσσουσα πληγή. Ο Μπριντ’Αμούρ απάντησε χτυπώντας με την παλάμη του τη μύτη του Πάραγκορ Στο σημείο όπου η μπλε ενέργεια άγγιξε το δέρμα του δούκα, η σάρκα άσπρισε κι έγινε συμπαγής σαν κρύσταλλος πάγου.