Ο δούκας άρπαξε αγκομαχώντας το χέρι του Μπριντ’Αμούρ και η πάλη συνεχίστηκε. Ο Πάραγκορ προσπάθησε να τραβήξει τον αντίπαλό του στο πλάι αλλά, προς μεγάλη του έκπληξη, ο γέρο-μάγος δεν αντιστάθηκε, αντίθετα έριξε και το δικό του βάρος στην κίνηση, με αποτέλεσμα να κατρακυλήσουν μαζί στον διάδρομο μακριά από τον Λούθιεν και τον Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα τον Πρεχοτέκ, που δεν μπόρεσε να σταματήσει έγκαιρα την αρχική του κίνηση, με αποτέλεσμα να έχει βυθιστεί ήδη το πόδι του μέχρι τον αστράγαλο μέσα στο χρυσό φως.
Όχι, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν, δεν ήταν φως. Δεν ήταν ένα ενιαίο φωτεινό στρώμα, όπως νόμισε στην αρχή, αλλά ένα πλήθος από μικροσκοπικές φωτεινές κουκκίδες μυτερές και κοφτερές σαν διαμάντια, που στροβιλίζονταν τόσο γρήγορα ώστε να φαίνονται σαν ένα φως.
Τώρα οι κουκκίδες κατέτρωγαν τη σάρκα του δαίμονα, τη διέλυαν και την εξαφάνιζαν!
Όλα έγιναν κόκκινα ξαφνικά όταν ο Πρεχοτέκ εξαπέλυσε άλλον ένα κόκκινο κεραυνό από τα μάτια, όμως μια στιγμή αργότερα ο Λούθιεν αισθάνθηκε το αίμα του δαίμονα να πέφτει πάνω του. Παραμέρισε για να το αποφύγει βλέποντας ότι το προστατευτικό στρώμα που δημιούργησε ο Μπριντ’Αμούρ είχε χαθεί μαζί με το μισό πόδι του Πρεχοτέκ. Το οξύ, που είχε ο δαίμονας για αίμα, ανάβλυζε από το κομμένο πόδι πιτσιλίζοντας τον τοίχο, το δάπεδο και τον Λούθιεν.
Έπιασε το σπαθί του και απομακρύνθηκε από τον τραυματισμένο δαίμονα κυλώντας. Σηκώθηκε στα γόνατα τη στιγμή που πέρασαν δίπλα του ο Όλιβερ με προτεταμένο το λεπτό του ξίφος μαζί με τον Έσταμπρουκ, τον Μαύρο Ιππότη, που το σπαθί του άστραφτε από ένα άγριο λευκό φως.
Ο Λούθιεν προσπάθησε να σηκωθεί για να επιτεθεί κι αυτός στον Πρεχοτέκ, αλλά δεν είχε τη δύναμη. Ξαφνικά βρέθηκε δίπλα του η Κατρίν, τον ανασήκωσε πιάνοντάς τον από τους ώμους και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Καθώς τον φιλούσε στο μάγουλο, ο Λούθιεν είδε ότι είχε πάρει ένα ρόπαλο από κάποιον νεκρό φρουρό.
«Πρέπει να φύγω», του ψιθύρισε κι απομακρύνθηκε τρέχοντας, όχι προς τον Όλιβερ, τον Έσταμπρουκ και τον δαίμονα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας πίσω, είδε τον Μπριντ’Αμούρ με τον Πάραγκορ να κυλούν και να σφαδάζουν στο δάπεδο ξεφωνίζοντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Το θέαμα έβγαλε ακόμη περισσότερο το παλληκάρι από τη νάρκη του. Μπορούσε να ελέγξει τους μυώνες του τώρα, αλλά κάθε κίνηση του προκαλούσε τρομερό πόνο! Παρ’ όλα αυτά ήξερε ότι δεν πρέπει να κάθεται άπραγος, ήξερε ότι δεν είχαν νικήσει ακόμη.
«Μπλιαχ!» έκανε ο Όλιβερ, καθώς φρενάριζε πριν πατήσει τη λίμνη που είχε σχηματίσει το αίμα του δαίμονα.
Ο Πρεχοτέκ, που έστεκε ακουμπώντας στον τοίχο, φάνηκε να μην προσέχει τον Όλιβερ. Κοίταξε πάνω από το κεφάλι του χάφλινγκ το αστραφτερό σπαθί και τον άνθρωπο με την πανοπλία, αυτό τον ιππότη, αυτό τον ευγενή πολεμιστή, απομεινάρι μιας πιο παλιάς και ιερής εποχής. Ο δαίμονας αναγνώρισε ποιος ήταν, ο πιο μισητός απ’ όλους τους ανθρώπους.
«Παλαδίνε!» μούγκρισε ο Πρεχοτέκ, με τα σάλια του να τρέχουν στο δάπεδο. Τα νυχτεριδίσια φτερά απλώθηκαν έτσι ώστε το τέρας, παρά το μισοδιαλυμένο πόδι του, ανασηκώθηκε στην πιο εντυπωσιακή του στάση, όσο πιο ψηλά του επέτρεπε ο διάδρομος.
Ο Όλιβερ εντυπωσιάστηκε από την επίδειξη του δαίμονα, αλλά ο Έσταμπρουκ, επικαλούμενος τον Θεό, τραγουδώντας ευφρόσυνα, όρμησε πάνω του και κατέβασε το σπαθί του σε ένα τρομερό χτύπημα. Ο Όλιβερ είδε το θάρρος του και, αναγνωρίζοντας το όνομα που είχε χρησιμοποιήσει ο δαίμονας, κατάλαβε ποιος ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο άνθρωπος που είχαν συναντήσει στα υψίπεδα του Έραντοχ. «Ντουζπέ…» ψιθύρισε.
Ο Έσταμπρουκ έκοψε το ανασηκωμένο χέρι του Πρεχοτέκ.
Το άλλο χέρι του δαίμονα τον χτύπησε δυνατά. Από τα μάτια του Πρεχοτέκ πετάχτηκαν οι διπλές ακτίνες και η κόκκινη αστραπή διαπέρασε την πανοπλία του ιππότη σημαδεύοντας την καρδιά του. Το κομμένο χέρι του Πρεχοτέκ έγινε ένα όπλο, καθώς άρχισε να το κουνάει δεξιά-αριστερά στέλνοντας το διαβρωτικό του αίμα πάνω στις σχισμές του κράνους του Έσταμπρουκ.
Μα ο ιππότης συνέχισε να τραγουδά, παρά την τύφλωση και τον πόνο. Το σπαθί του χτυπούσε ασταμάτητα, τραυματίζοντας τον δαίμονα στο φτερό, μετά αυλακώνοντας το στήθος του Πρεχοτέκ με τρομακτική δύναμη.
Ο δαίμονας, που προσπαθούσε να ισορροπήσε: στο ένα πόδι, ταλαντεύτηκε και παραλίγο να πέσει. Μετά όμως όρμησε πάλι μανιασμένα με μια τρομερή γροθιά, που αντήχησε σαν γκονγκ όταν βρήκε το κράνος του Έσταμπρουκ εκτοξεύοντας τον ιππότη σε μια γωνία δίπλα στη σπασμένη πόρτα.