«Ό,τι κι αν σκοπεύετε να κάνετε με τη Μητρόπολη, πρέπει να το κάνετε γρήγορα», είπε η Κατρίν, σκυθρωπή ξαφνικά. «Μάθαμε ότι ένας στόλος ξεκίνησε από τη δυτική ακτή, νότια του Άιρον Κρος».
«Με βόρεια κατεύθυνση», συμπέρανε ο Όλιβερ.
«Έτσι λένε οι φήμες», απάντησε η Κατρίν.
Ο Λούθιεν δεν ξαφνιάστηκε. Ήταν σίγουρος από την αρχή ότι ο Γκρινσπάροου θα αντιδρούσε στέλνοντας στρατό. Όμως, αν και ήξερε ότι ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, ότι ο Γκρινσπάροου θα έστελνε δυνάμεις, η επιβεβαίωση του προκάλεσε ένα οδυνηρό σοκ. Δεν είχαν καν εξασφαλίσει ακόμη ολόκληρο το Κάερ Μακντόναλντ, ενώ επίσης υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Καθημερινά έπαιρνε περισσότερες αποφάσεις απ’ όσες είχε πάρει σ’ όλη του τη ζωή. Δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι στηρίζονταν πάνω του, απευθυνόμενοι σε αυτόν για να τους λύσει κάθε πρόβλημα.
«Οι ειδικοί στους καιρούς πιστεύουν ότι η ζέστη θα συνεχιστεί», είπε η Κατρίν. Το νέο θα ’πρεπε να τους ικανοποιήσει αφού η κακοκαιρία και το κρύο τους ταλαιπωρούσε τόσο καιρό, αλλά ο τόνος της Κατρίν δεν ήταν χαρούμενος.
«Οι δρόμοι από το Πορτ Τσάρλι θα είναι γεμάτοι λάσπη για πολλές βδομάδες», είπε ο Λούθιεν καταλαβαίνοντας την ανησυχία της Κατρίν. Το χιόνι δεν ήταν πολύ βαθύ, αλλά το ταξίδι κατά τις αρχές της άνοιξης δεν ήταν πολύ ευκολότερο από το ταξίδι μες στην καρδιά του χειμώνα.
Η Κατρίν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Δεν σκεφτόταν τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να έρχονταν από τα δυτικά. «Έχουμε νεκρούς να θάψουμε», είπε. «Χιλιάδες νεκρούς, ανθρώπους και Κυκλωπιανούς».
«Οι Κυκλωπιανοί στα όρνεα!» γρύλλισε ο Σάγκλιν.
«Βρομάνε», απάντησε η Κατρίν. «Και τα πρησμένα πτώματά τους γεμίζουν ζωύφια». Κοίταξε τον Λούθιεν στα ίσια για πρώτη φορά εδώ και αρκετές μέρες. «Πρέπει να φροντίσεις τις λεπτομέρειες…»
Συνέχισε να μιλάει, αλλά ο Λούθιεν κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο μικρό τραπέζι και έπαψε να παρακολουθεί τη συζήτηση. Πρέπει να το φροντίσεις! Πρέπει να το φροντίσεις! Πόσες φορές την ώρα άκουγε αυτά τα λόγια; Ο Όλιβερ, η Σιόμπαν, η Κατρίν, ο Σάγκλιν και μια χούφτα άλλοι του προσέφεραν μεγάλη βοήθεια, αλλά πάντα ο τελευταίος λόγος σε κάθε απόφαση έπεφτε στους όλο και πιο κουρασμένους ώμους του Λούθιεν.
«Λοιπόν;» είπε κατσουφιασμένη η Κατρίν επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα. Ο Λούθιεν την κοίταξε σαν χαμένος.
«Αν δεν το κάνουμε τώρα, μπορεί να μη βρούμε τον χρόνο αργότερα», είπε ο Όλιβερ με τόνο που έδειχνε ότι συμφωνούσε με την Κατρίν. Ο Λούθιεν δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάνε.
«Πιστεύουμε ότι συμπαρίστανται στον αγώνα μας», πρόσθεσε η Κατρίν, με ύφος που έκανε τον Λούθιεν να υποψιαστεί ότι επαναλάμβανε για δεύτερη φορά τη φράση της.
«Τι προτείνεις εσύ;» μπλοφάρισε ο Λούθιεν.
Η Κατρίν τον κοίταξε ερευνητικά για λίγο, σαν να συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή ότι ο Λούθιεν δεν είχε καν ακούσει τι συζητούν. «Να βάλουμε τον Τάσμαν να συγκεντρώσει μια ομάδα και να πάει να τους μιλήσει», είπε η Κατρίν. «Ξέρει τους αγρότες καλύτερα απ’ όλους. Αν υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας, που μπορεί να φροντίσει να έλθουν πάλι τρόφιμα στο Κάερ Μακντόναλντ, αυτός είναι ο Τάσμαν».
Το πρόσωπο του Λούθιεν φωτίστηκε, ήταν χαρούμενος που είχε καταλάβει ποια είναι η συζήτηση και που δεν χρειάστηκε να πάρει εκείνος την απόφαση. «Φρόντισέ το», είπε στην Κατρίν.
Εκείνη πήγε να γυρίσει, αλλά τα πράσινα μάτια της έμειναν καρφωμένα στον Λούθιεν για λίγο. Έμοιαζε να τον αναμετρά, και…
Και τι; Αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Υπήρχε και κάτι άλλο σε αυτά τα μάτια, που πίστευε ότι τα ήξερε τόσο καλά. Πόνος; Θυμός; Υποψιαζόταν ότι η σχέση του με την Σιόμπαν πλήγωνε την Κατρίν, αν και η ίδια ισχυριζόταν το αντίθετο.
Η Κατρίν, αφού στράφηκε, βγήκε στον δρόμο περνώντας ανάμεσα στα ξωτικά που φρουρούσαν το σπίτι.
Φυσικά η περήφανη Κατρίν Ο’ Χέιλ δεν θα παραδεχόταν ποτέ τον πόνο της, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Και μάλιστα πόνο για κάτι τόσο μηδαμινό όπως ο έρωτας.
«Δεν θα βρούμε εθελοντές για να θάψουμε τους μονόφθαλμους», είπε ο Όλιβερ μετά από λίγο.
Ο Σάγκλιν ξεφύσηξε. «Θα το κάνουν οι δικοί μου, κι εγώ μαζί τους», είπε ο νάνος και, με μια γρήγορη υπόκλιση στον Λούθιεν, γύρισε να φύγει κι αυτός. «Αν το καλοσκεφτείς, είναι ευχάριστη ασχολία να ρίχνεις χώμα πάνω σε Κυκλωπιανούς».
«…Και θα ήταν ακόμη πιο ευχάριστη αν ήταν ζωντανοί», κάγχασε ο Όλιβερ.
«Σκεφτείτε αυτό που σας είπα, να γκρεμίσουμε το κτήριο», φώναξε ο νάνος πάνω από τον ώμο του, δείχνοντας ότι του άρεσε πολύ η ιδέα. «Μα τους θεούς, αν το κάνουμε, οι Κυκλωπιανοί μέσα θα είναι ήδη θαμμένοι! Θα γλυτώσουμε τόσο κόπο!»
Ο Σάγκλιν, σταματώντας στην πόρτα, στράφηκε πάλι με το πρόσωπό του να φωτίζεται από μια ιδέα. «Αν καταφέρναμε τους μονόφθαλμους να κουβαλήσουν τους νεκρούς τους μέσα και μετά να γκρεμίσουμε το κτήριο…»