Выбрать главу

Η τελευταία ρίψη του Όλιβερ ήταν καλή, είχε εκτοξεύσει την αρπάγη μέχρι την άκρη του σχοινιού, αλλά, αφού αναρριχήθηκαν τα δεκαπέντε μέτρα μέχρι τη ζαρωμένη μπάλα, δεν βρήκαν πολλά μέρη γύρω τους για να στηριχτούν. Δεν υπήρχαν παράθυρα σ’ εκείνο το ύψος του πύργου και οι πέτρες ήταν λείες, φαγωμένες από τον ασταμάτητο άνεμο.

Ο Λούθιεν γάντζωσε τα δάχτυλά του σε μια χαραμάδα, με τα πόδια του μόλις να σκαλώνουν σε μια στενή προεξοχή. «Κάνε γρήγορα», είπε στον φίλο του.

Ο Όλιβερ κοίταξε πάνω και αναστέναξε. Ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στον Λούθιεν και τον τοίχο, το μόνο πράγμα που τον κρατούσε για να μην πέσει ήταν ο σύντροφός του. Άρχισε να μαζεύει το σχοινί, θέλοντας να καλύψει με αυτήν τη ρίψη όλη την υπόλοιπη απόσταση μέχρι την κορυφή του πύργου.

«Γρήγορα!» είπε πιο επιτακτικά ο Λούθιεν, πράμα που έδωσε στον Όλιβερ να καταλάβει ότι ο φίλος του δεν κρατιόταν τόσο καλά. Μουρμουρίζοντας μια βλαστήμια στη γλώσσα της Γασκόνης, πέταξε την αρπάγη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Έπιασε καλά, αλλά μόλις έξι μέτρα πάνω τους.

Ακούστηκε πάλι η ψιθυριστή βλαστήμια της Γασκόνης, αλλά ο Λούθιεν δεν έδωσε σημασία, γιατί είχε δει κάτι που δεν έβλεπε ο χάφλινγκ.

Ο Όλιβερ πιάστηκε γερά από τον Λούθιεν, ο οποίος, αφού έσφιξε το σχοινί, ανέβηκε μερικά μέτρα μόνο, σταματώντας πάνω σε μια πέτρα που προεξείχε από τον τοίχο.

«Φρόντισε, αυτή η ρίψη να είναι η τελευταία», ψιθύρισε ο Λούθιεν πατώντας γερά στην πέτρα.

Ο Όλιβερ τράβηξε τρεις φορές το σχοινί ελευθερώνοντας την αρπάγη, που έπεσε αθόρυβα από τον τοίχο. Μάζεψε το σχοινί και ετοιμάστηκε. Τώρα που ο Λούθιεν είχε καλό πάτημα, ο χάφλινγκ έκανε τη ρίψη προσεκτικά, χωρίς να βιαστεί.

Τα κατάφερε τέλεια. Η αρπάγη χτύπησε στον τοίχο με έναν ανεπαίσθητο θόρυβο μόλις μισό μέτρο κάτω από την κορυφή του πύργου.

Όταν ο Όλιβερ γατζώθηκε πάλι πάνω στον φίλο του, ο Λούθιεν έσφιξε το σχοινί έτοιμος να σκαρφαλώσει. Ο Όλιβερ όμως τον σταμάτησε πιάνοντας τον καρπό του και, όταν ο Λούθιεν έμεινε ακίνητος, άκουσε κι αυτός την κίνηση που προερχόταν από πάνω.

Έσκυψε κάτω από τον προστατευτικό μανδύα καλύπτοντας τον εαυτό του και τον Όλιβερ. Μετά από λίγο, όταν ο νεαρός Μπέντγουιρ τόλμησε να κοιτάξει προς τα πάνω, είδε τη σιλουέτα ενός Κυκλωπιανού, ο οποίος κοίταζε από τις πολεμίστρες προς το μέρος τους.

Ο Λούθιεν πίστεψε ότι όλα τελείωσαν, αλλά ο Κυκλωπιανός συνέχισε απλώς να κοιτάζει χωρίς καμιά ένδειξη ότι είχε δει τους δύο εισβολείς.

«Τίποτα», μουρμούρισε ο μονόφθαλμος και απομακρύνθηκε από την άκρη του πύργου επιστρέφοντας στη ζέστη της φωτιάς.

Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν αναστέναξαν με ανακούφιση και μετά ο νεαρός Μπέντγουιρ άρχισε την αναρρίχηση που τους έφερε πια στην κορυφή του πύργου.

Άκουσαν τους Κυκλωπιανούς —τρεις τουλάχιστον— γύρω στα τέσσερα μέτρα μακριά.

Ο Όλιβερ ξεπρόβαλε πρώτος το κεφάλι του από τις επάλξεις επιβεβαιώνοντας τον αριθμό των εχθρών και την απόσταση. Η τύχη ήταν μαζί τους, γιατί λίγο μετά πρόσεξε τις κινήσεις ενός τέταρτου μονόφθαλμου στο κεφαλόσκαλο, μερικά σκαλοπάτια πιο χαμηλά από το δάπεδο του πύργου.

Ο Όλιβερ, αφού εξήγησε με νοήματα στον Λούθιεν τι θα κάνει, άρχισε να προχωρεί αθόρυβα από πολεμίστρα σε πολεμίστρα προς την καταπακτή.

Ο Λούθιεν άρχισε να μετρά από μέσα του. Ο Όλιβερ του είχε ζητήσει να μετρήσει μέχρι το πενήντα. Όταν τελείωσε, ανέβηκε κι αυτός στις επάλξεις κοιτάζοντας τους τρεις μονόφθαλμους που ήταν μαζεμένοι γύρω από τη μικρή φωτιά. Κάθισε πάνω στο τείχος, κατέβασε αθόρυβα τα πόδια του από τη μέσα μεριά κι έφερε το χέρι στη λαβή του ξίφους του. Έπρεπε να χτυπήσει γρήγορα και αδίστακτα, ελπίζοντας συνάμα ότι ο Όλιβερ είχε ήδη σκοτώσει τον Κυκλωπιανό στη σκάλα — και ότι θα υπήρχε μόνο ένας στη σκάλα!

Δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις, μάλωσε τον εαυτό του ο Λούθιεν. Είχαν φτάσει στην κορυφή του πύργου, εκατό μέτρα ύψος, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Κατέβηκε από το τείχος, πήρε μια βαθιά ανάσα πατώντας γερά κάτω και όρμησε τραβώντας το σπαθί του.

Ο Τυφλωτής χτύπησε τον πρώτο Κυκλωπιανό καθώς ήταν ακόμη καθισμένος, χαράζοντας διαγώνια την πλάτη του από τον ώμο και κόβοντας τη σπονδυλική του στήλη. Ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο, ενώ ο Λούθιεν χτυπούσε πάλι τη στιγμή που ο δεύτερος πεταγόταν πάνω και στρεφόταν για να τον αντιμετωπίσει. Το σπαθί χτύπησε τον Κυκλωπιανό στον θώρακα —δύο νεκροί— αλλά σφηνώθηκε σε κάποιο πλευρό και δεν ελευθερώθηκε αμέσως, όταν ο Λούθιεν το τράβηξε απελπισμένα.

Ο τρίτος Κυκλωπιανός δεν του επιτέθηκε, γύρισε κι έτρεξε προς τη σκάλα. Στα μισά του δρόμου τραντάχτηκε παράξενα, μετά σταμάτησε, έπεσε στα γόνατα και σωριάστηκε ανάσκελα, νεκρός. Ο Λούθιεν είδε το μεν-γκος του Όλιβερ καρφωμένο βαθιά στο στήθος του, μια τέλεια ρίψη.