Ο Όλιβερ, προβάλλοντας από την καταπακτή, πήρε το όπλο του από τον νεκρό μονόφθαλμο. «Τι έτρωγαν;» ρώτησε πλησιάζοντας τη μικρή φωτιά. Σήκωσε ένα ξύλο. Στην άκρη του ήταν καρφωμένο ένα κομμάτι βραστό κρέας.
«Α, τι ωραία!» είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ καλοκαθίζοντας.
Πέρασαν μερικές στιγμές, πριν γυρίσει ο Όλιβερ και δει τον Λούθιεν να τον κοιτάζει σαν να μην πίστευε στα μάτια του. «Άντε, βιάσου», είπε ο χάφλινγκ στο παλληκάρι.
«Εσύ δεν θα ’ρθείς;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Είπα ότι θα σε ανεβάσω στον πύργο», απάντησε ο Όλιβερ, αρχίζοντας πάλι να τρώει.
Ο Λούθιεν γέλασε. Έβγαλε το σακίδιο που είχε στην πλάτη του και πήρε από μέσα ένα άλλο, μακρύτερο, μεταξωτό σχοινί, που το μήκος του ήταν ίσο με το ύψος του πύργου. Το έριξε στα πόδια του Όλιβερ. «Κοίτα να προετοιμάσεις την κάθοδο, τουλάχιστον», είπε στον χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ του έκανε νόημα να φύγει. «Η δική σου δουλειά θα πάρει πιο πολλή ώρα από τη δική μου», είπε μπουκωμένος.
Ο Λούθιεν κάγχασε πάλι καθώς ξεκινούσε να φύγει. Φυσικά, ήταν λογικό να κατεβεί κάτω μόνος. Μέσα στη Μητρόπολη θα έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, για τούτο προτιμούσε να μην έχει και τον Όλιβερ χωμένο κάτω από το μανδύα του.
Στο πρώτο κεφαλόσκαλο βρήκε τον τέταρτο Κυκλωπιανό με ένα θανάσιμο τραύμα από ξίφος. Ένα ρίγος κατέβηκε τη ραχοκοκαλιά του Λούθιεν, καθώς αναλογιζόταν πόσο αποτελεσματικός είναι ο μικρόσωμος φίλος του. Όλα για τον αγώνα! υπενθύμισε στον εαυτό του αρχίζοντας να κατεβαίνει τη στριφογυριστή σκάλα. Δεν συνάντησε κανέναν στα τριακόσια σκαλοπάτια μέχρι το ισόγειο όπου, προς μεγάλη του ανακούφιση, βρήκε μισάνοιχτη την πόρτα που έβγαζε στον ημικυκλικό τοίχο της ανατολικής κόγχης του ναού.
Κοίταξε με τρόπο το τεράστιο εσωτερικό της Μητρόπολης. Υπήρχαν μερικοί δαυλοί αναμμένοι, κι άκουγε τα ροχαλητά δεκάδων Κυκλωπιανών που κοιμούνταν πάνω στους πάγκους του ναού. Υπήρχαν επίσης μερικοί που δεν κοιμούνταν, αλλά μιλούσαν μεταξύ τους φυλάγοντας, υποτίθεται, σκοπιά.
Είναι ήσυχοι, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Πιστεύουν ότι οι επαναστάτες δεν θα τολμήσουν να επιτεθούν στη Μητρόπολη, επειδή θα έχουν μεγάλες απώλειες. Αυτό ήταν καλό σημάδι.
Βγήκε από την πόρτα στην κόγχη του ναού και άρχισε να προχωρεί μέσα στις σκιές αθόρυβος, αόρατος. Είδε κι άλλους Κυκλωπιανούς ψηλά στο τριφόριο, αλλά ούτε αυτοί έδιναν μεγάλη προσοχή γύρω τους. Έστριψε δεξιά, προς βορρά, και κοίταξε στο εγκάρσιο κλίτος. Η πόρτα εκεί ήταν οχυρωμένη όπως το περίμενε και μια ομάδα Κυκλωπιανοί κάθονταν σε κύκλο μπροστά της, προφανώς παίζοντας χαρτιά.
Ήταν βαριεστημένοι και κουρασμένοι — σε λίγο δεν θα είχαν τίποτα να φάνε.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε να κάνει έναν κύκλο γύρω από το εγκάρσιο κλίτος, να βγει πάλι στην κεντρική αίθουσα και να προχωρήσει από εκεί προς το δυτικό μέρος το ναού. Άλλαξε γνώμη, όμως. Γύρισε πίσω στην κόγχη, έκανε τον γύρο της και βγήκε στο νότιο εγκάρσιο κλίτος.
Στα μισά του δρόμου βρήκε αυτό που έψαχνε: έναν μεγάλο σωρό τρόφιμα. Ο νεαρός Μπέντγουιρ χαμογέλασε πλησιάζοντας. Έβγαλε ένα μικρό μαύρο κουτί που του είχε φτιάξει ο Σάγκλιν και μετά έξι μικρά σακουλάκια με τη μαύρη σκόνη που χρησιμοποιούσαν οι νάνοι στις εξορύξεις τους. Αφού εξέτασε για λίγο τον σωρό, τοποθέτησε τα σακουλάκια σε στρατηγικά σημεία. Έβαλε δύο ανάμεσα στα τρία βαρελάκια του νερού που είδε στη μια πλευρά του σωρού. Μάλλον πρέπει να ήταν το μόνο νερό που διέθεταν οι μονόφθαλμοι.
Μετά έβγαλε μερικά φλασκιά με πετρέλαιο, τυλιγμένα σε χοντρές γούνες για να μην κάνουν θόρυβο χτυπώντας μεταξύ τους και περιέλουσε με προσοχή τα τρόφιμα. Ένας Κυκλωπιανός, που βρισκόταν κοντά στην πόρτα του νότιου εγκάρσιου κλίτους, μύρισε απορημένος τον αέρα, αλλά η οσμή από το πετρέλαιο του Λούθιεν δεν ξεχώριζε εύκολα, καθώς αρκετά φανάρια έκαιγαν ήδη σε διάφορα σημεία της Μητρόπολης.
Όταν ο Κυκλωπιανός επέστρεψε στη σκοπιά του κοντά στην πόρτα, ο Λούθιεν μαζεύτηκε κάτω από τον μανδύα του μαζί με το μαύρο κουτί, που ήταν τετράγωνο, χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πέρα από το γεγονός ότι είχε μια μικρή τρύπα στο πάνω μέρος. Ο Λούθιεν άνοιξε με προσοχή το κουτί. Κοίταξε το περιεχόμενό του προσπαθώντας να καταλάβει τον μηχανισμό που είχε κατασκευάσει ο Σάγκλιν, αλλά μέσα στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να δει πολλά πράγματα. Υπήρχαν δύο μικρά γυάλινα μπουκάλια, και ανάμεσά τους ήταν το φυτίλι με μια πλάκα πυροδότησης.
Αφού κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν Κυκλωπιανοί εκεί κοντά, έσκυψε πάνω από το μαύρο κουτί, φροντίζοντας να το κρύβει ο σωρός των τροφίμων και ο μανδύας του. Χτύπησε την πλάκα πυροδότησης. Πετάχτηκαν σπίθες, αλλά το φυτίλι δεν άναψε.