«Αμφιβάλλεις για την τιμή τους;» ρώτησε κατάπληκτος ο Λούθιεν.
«Καταλαβαίνω τον ρεαλισμό τους, απάντησε η Κατρίν. «Δεν νοιάζονται για σένα. Όχι ακόμη τουλάχιστον».
Το επιχείρημα της Κατρίν δεν έκανε τον Λούθιεν να αντιμετωπίσει θετικότερα την ιδέα να την αφήσει να πάει εκείνη. Και η ίδια θα μπορούσε να γίνει ατού στα παζαρέματα του Πορτ Τσάρλι με τον Γκρινσπάροου!
«Η Κατρίν έχει δίκιο», είπε ένας απρόσμενος σύμμαχος της Κατρίν Ο’ Χέιλ. «Εσύ αποκλείεται να πας, ενώ εκείνη μπορεί να πετύχει αυτό που θέλουμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον στο Κάερ Μακντόναλντ», δήλωσε η Σιόμπαν.
Η Κατρίν την κοίταξε διαπεραστικά, καχύποπτη για τα κίνητρα της αντιζήλου της. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν η Σιόμπαν ήθελε να τη στείλει στο Πορτ Τσάρλι με την ελπίδα ότι μπορεί να τη σκοτώσουν ή να την αιχμαλωτίσουν, αλλά κοιτάζοντας στα μάτια της μισοξωτικής —αστραφτερά καταπράσινα μάτια, τόσο όμοια με τα δικά της— η Κατρίν δεν είδε καμία έχθρα, μόνο γνήσια ελπίδα ή και συμπάθεια ακόμη.
Ο Λούθιεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Σιόμπαν τον σταμάτησε. «Δεν πρέπει να αφήνεις τα προσωπικά σου συναισθήματα να στέκονται εμπόδιο στο γενικό καλό», τον μάλωσε κοιτάζοντάς τον αυστηρά. «Η Κατρίν είναι η καλύτερη επιλογή. Το ξέρεις αυτό, όπως το ξέρουμε όλοι μας». Η Σιόμπαν κοίταξε πάλι την Κατρίν κι έκανε ένα καταφατικό νεύμα χαμογελώντας. Η γυναίκα από το Χέιλ έκανε κι αυτή το ίδιο. Μετά η Σιόμπαν γύρισε πάλι στον Λούθιεν. «Μιλάω σωστά;»
Ο Λούθιεν αναστέναξε νικημένος για άλλη μια φορά από την κοινή λογική. «Πάρε τον Ριβερντάνσερ», παρακάλεσε την Κατρίν. Ο Ριβερντάνσερ ήταν το άλογό του, ένα εκπληκτικό Μόργκαν-Χαϊλάντερ από τα υψίπεδα του Έραντοχ, από τα καλύτερα άλογα σε όλο το Εριαντόρ. «Φεύγεις το πρωί».
«Απόψε», τον διόρθωσε βλοσυρή η Κατρίν. «Ο στόλος από το Άβον δεν μαζεύει τα πανιά του όταν νυχτώνει».
Ο Λούθιεν δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει. Ήθελε να τρέξει κοντά της και να την αγκαλιάσει σφιχτά, ήθελε να την προστατέψει από όλα τα κακά και τους κινδύνους του κόσμου. Είχε αντιληφθεί όμως ότι η Κατρίν και η Σιόμπαν είχαν δίκιο. Η Κατρίν ήταν η καλύτερη επιλογή και δεν χρειαζόταν καμία προστασία.
Χωρίς να πει άλλη λέξη, η Κατρίν γύρισε και βγήκε από το Ντουέλφ.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ. «Θα επιστρέψω όταν επιστρέψω», είπε αυτός. Τον χαιρέτισε αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του και ακολούθησε την Κατρίν.
Ο Λούθιεν γύρισε στην Σιόμπαν, περιμένοντας ότι θα προσπαθήσει να σταματήσει τον Όλιβερ, να τον μεταπείσει όπως είχε κάνει με τον Λούθιεν.
«Καλό ταξίδι», ήταν το μόνο που του είπε εκείνη. Ο Όλιβερ, αφού τη χαιρέτισε κι αυτή αγγίζοντας το καπέλο, βγήκε στον δρόμο.
Όσοι έμειναν στο Ντουέλφ είχαν πολλά να συζητήσουν εκείνο το βράδυ, αλλά για αρκετή ώρα έμειναν αμίλητοι ή έκαναν ιδιωτικές συζητήσεις. Ξαφνικά όρμησε μέσα ένας άνθρωπος.
«Η Μητρόπολη!» φώναξε.
Δεν χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο. Ο Λούθιεν πετάχτηκε όρθιος από το σκαμνί του, κοντεύοντας να σωριαστεί κάτω καθώς ορμούσε προς την πόρτα. Η Σιόμπαν τον στήριξε κρατώντας τον από τον αγκώνα, ώσπου ο Λούθιεν βρήκε την ισορροπία του και την κοίταξε καλά καλά.
Το χαμόγελό της ήταν μεταδοτικό και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι, παρ’ όλο που ο Όλιβερ και η Κατρίν μάλλον είχαν ξεκινήσει κιόλας, δεν θα πολεμούσε μόνος του εκείνο το βράδυ.
Οι απελπισμένοι Κυκλωπιανοί όρμησαν έξω από τη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πόρτα της Μητρόπολης ουρλιάζοντας και τρέχοντας, προσπαθώντας να διασχίσουν την πλατεία και να τρυπώσουν στα σκοτεινά δρομάκια. Σμήνη από βέλη τους χτύπησαν από όλες τις πλευρές και μετά οι επαναστάτες δεν περίμεναν καν την επίθεση των μονόφθαλμων. Όρμησαν για να τους συναντήσουν αντιμετωπίζοντας την απελπισία των Κυκλωπιανών με τη δική τους ασυγκράτητη οργή.
Ο Λούθιεν και οι άλλοι από το Ντουέλφ δεν μπήκαν στην άνω πόλη πηδώντας πάνω από το τείχος. Πέρασαν από το ανατολικό τείχος, στο σημείο όπου το είχαν γκρεμίσει παλιότερα και από εκεί έφτασαν κατευθείαν στη Μητρόπολη. Ενώ στην πλατεία συνεχιζόταν η σφαγή, πολλοί Κυκλωπιανοί σκέφτηκαν να γυρίσουν για να κλειστούν πάλι στον καθεδρικό ναό. Σε τελική ανάλυση, είχαν απομείνει μερικά τρόφιμα, οπότε αν κατάφερναν να μπουν μέσα και να κλείσουν πάλι τις πόρτες, θα είχαν να τα μοιραστούν με λιγότερους συντρόφους τους.
Αλλά η μικρή ομάδα του Λούθιεν τους πρόλαβε και κράτησε την κύρια πόρτα του ναού ανοιχτή για να μπουν μέσα οι επαναστάτες. Για άλλη μια φορά το καθαγιασμένο δάπεδο του μεγάλου καθεδρικού ναού σκεπάστηκε από αίμα. Για άλλη μια φορά ένας χώρος προσευχής γέμισε από ξεφωνητά, κραυγές λύσσας και βογγητά τραυματισμένων.