Όλα τελείωσαν εκείνη τη νύχτα. Δεν έμεινε ούτε ένας Κυκλωπιανός ζωντανός στο Κάερ Μακντόναλντ.
8
Πορτ Τσάρλι
Το Πορτ Τσάρλι ήταν μια πυκνοκατοικημένη κωμόπολη με άσπρα σπίτια χτισμένα σε στενές τακτικές σειρές πάνω σε διαδοχικές αναβαθμίδες στους πρόποδες του Άιρον Κρος, με θέα προς την ταραγμένη Θάλασσα του Άβον. Έλεγαν ότι τις πιο καθαρές μέρες, από τα ψηλότερα σπίτια του χωριού, έβλεπες τους λευκοπράσινους γκρεμούς του Μπαράντουιν στα δυτικά να καλούν τις ψυχές των ανθρώπων. Το Πορτ Τσάρλι ήταν όμορφος τόπος, και γινόταν ακόμη πιο όμορφος τις σπάνιες εκείνες μέρες που έλαμπε ο ήλιος, με το φως του να σε θαμπώνει πέφτοντας στα λευκά σπίτια και τους λευκούς φράχτες, που κύκλωναν κάθε αυλή σημειώνοντας τα όρια κάθε κλιμακωτής αναβαθμίδας της πόλης.
Έτσι ήταν η μέρα, φωτεινή, ηλιόλουστη και πρόσχαρη, όταν ο Όλιβερ και η Κατρίν αντίκρισαν από μακριά το Πορτ Τσάρλι. Δεν υπήρχε χιόνι γύρω από την πόλη, μόνο ανεμοδαρμένα βράχια, λευκοί ή γκρίζοι όγκοι ανάμεσα στα τετραγωνισμένα και περιποιημένα σπίτια. Γύρω της έβλεπες πράσινα και καφέ μπαλώματα εδώ κι εκεί, και μερικά δέντρα γυμνά, να στέκονται περήφανα ανάμεσα σε σπίτια και βράχια.
«Είναι νωρίς ακόμη, δεν έχουν ανθίσει τα φυτά», είπε ο Όλιβερ. Χτύπησε με τις φτέρνες την κοιλιά του Θρεντμπέαρ, του κίτρινου πόνι του, κάνοντας το να πάει πιο γρήγορα.
Η Κατρίν σπιρούνισε επίσης τον Ριβερντάνσερ και το δυνατό λευκό άλογο έφτασε εύκολα το μικρόσωμο πόνι.
»Έχω έλθει εδώ την άνοιξη», της εξήγησε ο Όλιβερ. «Πρέπει να δεις το Πορτ Τσάρλι την άνοιξη!» Άρχισε να περιγράφει τα ανθισμένα δέντρα, τα πολλά λουλούδια που φύτρωναν στις ρωγμές των βράχων και στα παρτέρια, στα παράθυρα των σπιτιών, αλλά η Κατρίν δεν του έδινε πολλή προσοχή, αφού δεν χρειαζόταν περιγραφές. Γι’ αυτήν, το Πορτ Τσάρλι ήταν το Χέιλ σε μεγαλύτερη κλίμακα. Θυμόταν καλά τη γη της νιότης της, τον άνεμο που σάρωνε τα παγωμένα νερά, τα λαμπερά χρώματα, μοβ κυρίως πάνω στο γκρίζο και το λευκό. Άκουσε τον αχό της παλίρροιας, εκείνο το υπόκωφο βουητό, το γρύλλισμα της ίδιας της γης, θυμήθηκε το νησί του Μπέντγουιρ και τα ταξίδια με το πλοίο που φαινόταν τόσο υπέροχο και πελώριο δεμένο στην προβλήτα, όμως τόσο ασήμαντο και μικροσκοπικό όταν η στεριά γινόταν μια σκούρα γραμμή στον γκρίζο ορίζοντα.
Και θυμόταν πάνω απ’ όλα τη μυρωδιά, τη βαριά αλμύρα του αέρα. Βαριά και υγιεινή, αρχέγονη θα ’λεγες. Το Πορτ Τσάρλι και το Χέιλ, δυο μέρη όπου νιώθεις πιο ζωντανός, όπου η ψυχή βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα του απτού κόσμου.
Ο Όλιβερ, βλέποντας τη μακρινή ονειροπαρμένη έκφραση στα πράσινα μάτια της Κατρίν, σώπασε.
Μπήκαν στην πόλη από τα βορειοανατολικά και ακολούθησαν τον μοναδικό κεντρικό δρόμο, που λίγο πιο κάτω χωριζόταν στα δύο, δεξιά προς τους αμμόλοφους και τη θάλασσα, αριστερά προς το κάτω μέρος της πόλης. Ο Όλιβερ πήγε να στρίψει αριστερά, αλλά η Κατρίν ήξερε καλύτερα.
«Πάμε στις αποβάθρες», του εξήγησε.
«Πρέπει να βρούμε τον δήμαρχο», φώναξε πίσω της ο Όλιβερ, καθώς είδε ότι η Κατρίν ακολουθούσε άλλον δρόμο.
«Τον λιμενάρχη», τον διόρθωσε η Κατρίν, γιατί ήξερε ότι στο Πορτ Τσάρλι, όπως και στο Χέιλ, εκείνος που έχει τον έλεγχο του λιμανιού έχει και τον έλεγχο της πόλης.
Οι οπλές των αλόγων τους χτυπούσαν δυνατά πάνω στον σανιδοστρωμένο δρόμο που διέσχιζε την αμμουδιά φτάνοντας στις αποβάθρες, αλλά έπαψαν να ακούγονται όταν πλησίασαν στο λιμάνι, όπου τα κύματα πάφλαζαν εκκωφαντικά και πολλά δεμένα σκάφη χτυπούσαν πάνω στις ξύλινες προβλήτες. Από πάνω έκραζαν γλάροι, ενώ κάθε τόσο χτυπούσαν καμπάνες διαπερνώντας με τον κοφτό τους ήχο το συνεχές βουητό της θάλασσας. Κάποιο σκάφος πλησίαζε με μισοκατεβασμένα τα πανιά έχοντας ένα σμήνος λευκούς και γκρίζους γλάρους να φτεροκοπούν δυνατά από πάνω του, σημάδι ότι το πλήρωμα είχε πιάσει καλή ψαριά εκείνη τη μέρα.
Ο Όλιβερ είδε έναν άνδρα και μια γυναίκα να δουλεύουν πάνω στο κατάστρωμα του σκάφους. Έκοβαν ψαροκέφαλα με τεράστια μαχαίρια και τα πετούσαν στον αέρα χωρίς να κάνουν τον κόπο να κοιτάξουν, ξέροντας ότι οι γλάροι δεν θα αφήσουν κανένα κομμάτι να πέσει κάτω.
Η Κατρίν προχώρησε πρώτη σε μια ράμπα που τους έβγαλε στον μακρύ σανιδοστρωμένο χώρο ανάμεσα στα σπίτια και τη θάλασσα. Επτά μακριές προβλήτες παρατάσσονταν η μια δίπλα στην άλλη μέσα στο λιμάνι, αρκετός χώρος για περίπου διακόσια αλιευτικά, πέντε φορές περισσότερα από τον μικρό στόλο του Χέιλ. Η Κατρίν φαντάστηκε αυτά τα μικρά σκάφη να κάνουν ελιγμούς γύρω από τεράστια πολεμικά γαλιόνια. Δεν είχε δει πολλά τέτοια μεγάλα πλοία στη ζωή της, πέρα από εκείνα που έπιαναν μερικές φορές στην Νταν Βάρνα κι ένα που είχε προσπεράσει το αλιευτικό του πατέρα της στα ανοιχτά έξω από τη δυτική ακτή του Μπέντγουιντριν. Δεν ήξερε τι δυνατότητες έχουν, αλλά μπορούσε να φανταστεί τη δύναμή τους, γι’ αυτό η εικόνα της προκάλεσε ρίγος.