Έδιωξε τις ενοχλητικές σκέψεις καθώς κοίταξε καλύτερα το λιμάνι. Ευχήθηκε να ήταν πολύ ρηχό, για να μην μπορέσουν να πιάσουν τα μεγάλα πλοία. Αν έμπαινε ο εχθρός σε μικρότερα αποβατικά σκάφη, οι ψαράδες του Πορτ Τσάρλι θα έκαναν πολύ δύσκολη την αποβίβασή τους.
Η Κατρίν συνειδητοποίησε ότι προτρέχει. Αυτά τα σχέδια θα έρχονταν αργότερα και θα τα έκαναν εκείνοι που ήξεραν καλύτερα τα νερά. Προς το παρόν, αυτή κι ο Όλιβερ έπρεπε απλώς να πείσουν τους κατοίκους του Πορτ Τσάρλι να αντισταθούν στο στράτευμα εισβολής, μην αφήνοντας τις δυνάμεις του Γκρινσπάροου να μπουν στο λιμάνι.
Οι οπλές του Ριβερντάνσερ βροντούσαν πάνω στις σανίδες, με τον Θρεντμπέαρ να ακολουθεί. Η Κατρίν ήξερε τη διαμόρφωση του λιμανιού, ήταν παρόμοια με εκείνη του Χέιλ, έτσι κατευθύνθηκε προς την τέταρτη, την κεντρική προβλήτα.
«Δεν θα έπρεπε να κατεβούμε από τα άλογα;» ρώτησε ανήσυχος ο Όλιβερ κοιτάζοντας τις χαραμάδες ανάμεσα στα μαδέρια της προβλήτας, όπως επίσης την επιφάνεια του σκοτεινού νερού σε μεγάλο βάθος από κάτω. Είχε άμπωτη, γι’ αυτό γρήγορα ο Όλιβερ και η Κατρίν βρέθηκαν δέκα ολόκληρα μέτρα πάνω από το επίπεδο του νερού.
Η Κατρίν δεν απάντησε, συνέχισε να κατευθύνεται προς το μικρό σπίτι που ήταν χτισμένο πάνω στην προβλήτα. Ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα, για τούτο στο λιμάνι ήταν δεμένα πολύ λίγα ψαράδικα. Μερικοί γέροι θαλασσόλυκοι τριγύριζαν στις αποβάθρες κοιτάζοντας με περιέργεια τους παράξενους νεοφερμένους, ιδιαίτερα μάλιστα τον κομψευόμενο χάφλινγκ που φαινόταν τόσο γραφικός και τόσο αταίριαστος με το ανεμοδαρμένο λιμάνι.
Πριν φτάσουν στο κτήριο, βγήκε να τους προϋπαντήσει μια ηλικιωμένη γυναίκα με μελαψό, ρυτιδωμένο πρόσωπο και αραιά λευκά μαλλιά — θα ’λεγες ότι ο ασταμάτητος άνεμος της είχε πάρει τα μισά.
Τους χαιρέτισε με ένα νεύμα καθώς ξεπέζευαν και χαμογέλασε δείχνοντας περισσότερο ούλα παρά δόντια. Τα λιγοστά δόντια που της απέμεναν ήταν στραβά και μαυρισμένα. Τα μάτια της είχαν ένα πολύ ανοιχτό γαλάζιο χρώμα, σχεδόν ξεπλυμένο, ενώ τα μέλη και τα δάχτυλά της ήταν στραβά, λυγισμένα σε παράξενες γωνίες, με τις αρθρώσεις τους γεμάτες προεξοχές και κόμπους.
Δεν ήταν απωθητική όμως. Είχε μια καλοσύνη πάνω της, έβλεπες αμέσως ότι είναι μια πραγματικά ευγενική και τίμια ψυχή, ένας άνθρωπος που ακολούθησε τον ίσιο δρόμο στη ζωή του.
«Δεν θα βρείτε πλοίο για τον νότο, τουλάχιστον για δυο βδομάδες ακόμη», τους είπε με ένρινη φωνή. «Και για τον βορρά, υπολογίστε τέσσερις βδομάδες».
«Δεν ψάχνουμε για πλοίο», απάντησε η Κατρίν. «Αναζητούμε τον λιμενάρχη».
Η γριά την κοίταξε για λίγο, προσέχοντας τα τραχιά χέρια της και τον τρόπο με τον οποίο στεκόταν ευθυτενής παρά τον δυνατό τσουχτερό αέρα. Μετά άπλωσε εγκάρδια το χέρι της. «Με βρήκατε», είπε. «Γκρέτελ Σουίνι».
«Κατρίν Ο’ Χέιλ», είπε η Κατρίν, και όταν η Γκρέτελ άκουσε το όνομα του βόρειου λιμανιού, χαμογέλασε κατανεύοντας. Η γριά λιμενάρχισσα κατάλαβε ότι είχε μπροστά της μια θαλασσινή. Δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει για τον Όλιβερ όμως, μέχρι που θυμήθηκε κάτι. Η Γκρέτελ ήταν λιμενάρχης του Πορτ Τσάρλι σχεδόν δύο δεκαετίες και φρόντιζε να παρακολουθεί όλα τα ξένα πλοία που φόρτωναν και ξεφόρτωναν. Φυσικά, δεν θυμόταν όλους όσους είχαν περάσει από την πόλη της, αλλά τον Όλιβερ ήταν δύσκολο να τον ξεχάσει.
«Γασκόνος…», είπε απλώνοντας το χέρι στον Όλιβερ.
Αυτός το πήρε και το έφερε στα χείλια του. «Όλιβερ ντε Μπάροους», συστήθηκε· μετά άφησε το χέρι της Γκρέτελ και έκανε μια βαθιά υπόκλιση, με το καπέλο του να αγγίζει την ξύλινη αποβάθρα.
«Σίγουρα Γασκόνος», είπε πάλι η Γκρέτελ στην Κατρίν κλείνοντας το μάτι.
Η Κατρίν μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Ακούσατε για τη μάχη στο Μόντφορτ;» ρώτησε.
Τα σχεδόν λευκά μάτια της Γκρέτελ άστραψαν. Είχε καταλάβει κιόλας πολλά. «Παράξενο να βάλετε για απεσταλμένο έναν Γασκόνο», είπε.
«Ο Όλιβερ είναι φίλος», εξήγησε η Κατρίν. «Φίλος δικός μου και φίλος του Λούθιεν Μπέντγουιρ».
«Ώστε είναι αλήθεια!» είπε η Γκρέτελ. «Ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν…» Κούνησε το κεφάλι με ξινισμένη έκφραση. «Σίγουρα είναι μακριά από το σπίτι του». Η Κατρίν και ο Όλιβερ κοιτάχτηκαν προσπαθώντας και οι δύο να αξιολογήσουν την αντίδραση της Γκρέτελ. «Όπως είστε κι εσείς!»
«Προσπαθούμε να κάνουμε αυτό το σπίτι δικό μας ξανά, όπως ήταν και πρώτα», απάντησε η Κατρίν.