Выбрать главу

Η Γκρέτελ δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται. «Φτιάχνω τσάι», είπε γυρίζοντας προς το σπίτι. «Θα έχετε πολλά να μου πείτε και σίγουρα πολλά να μου προτείνετε· ας πάμε μέσα λοιπόν να μιλήσουμε με την άνεσή μας».

Ο Όλιβερ και η Κατρίν συνέχισαν να κοιτάζονται, καθώς η Γκρέτελ έμπαινε στο σπίτι.

«Δεν θα είναι εύκολο», είπε ο Όλιβερ.

Η Κατρίν συμφώνησε με ένα νεύμα. Ήξερε ότι οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν πρόκειται να εντυπωσιαστούν από μια εξέγερση. Αυτή η πόλη έμοιαζε τόσο πολύ με το Χέιλ! Γιατί να επαναστατήσουν, σε τελική ανάλυση, όταν είναι ήδη ελεύθεροι; Οι ψαράδες του Πορτ Τσάρλι δεν υπάκουαν σε κανέναν πέρα από τη θάλασσα και, έχοντας τη θάλασσα για μοναδικό τους κυρίαρχο, δεν τους απασχολούσε ο Λούθιεν, ούτε η μάχη του στο Μόντφορτ ή και ο ίδιος ο Γκρινσπάροου ακόμη.

Καθώς οι δύο φίλοι έδεναν τα άλογά τους, ένα αγοράκι βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και απομακρύνθηκε προς την πόλη.

«Η Γκρέτελ καλεί μερικούς φίλους», εξήγησε η Κατρίν.

Το χέρι του Όλιβερ πήγε ενστικτωδώς στη λαβή του ξίφους του, αλλά το τράβηξε πάλι όταν θυμήθηκε τα ευγενικά μάτια της Γκρέτελ, νιώθοντας ντροπή που έκανε μια τέτοια σκέψη έστω και για μια στιγμή.

«Λοιπόν, πάμε για τσάι;» ρώτησε η Κατρίν. Σκεφτόταν το έργο που είχαν μπροστά τους, να πείσουν την Γκρέτελ και τους συμπατριώτες της για τη σπουδαιότητα της εξέγερσης, να ζητήσουν από αυτούς τους ανθρώπους να ρισκάρουν τη ζωή τους σε μια μάχη που κατά πάσα πιθανότητα δεν τους ενδιέφερε. Ξαφνικά ένιωσε πολύ κουρασμένη.

Ο Όλιβερ μπήκε στο σπίτι με την Κατρίν να τον ακολουθεί.

Πριν έλθουν οι άλλοι, η Γκρέτελ δεν είχε σκοπό να ακούσει τίποτα για τα προβλήματα στο Μόντφορτ — που η Κατρίν επέμενε να αποκαλεί Κάερ Μακντόναλντ, ούτε και για τους παλιούς θρύλους που ξαναζωντάνεψαν.

«Παλιοί ψαράδες», τους εξήγησε η λιμενάρχης. «Πολύ γέροι για να δουλεύουν στα πλοία, κι έτσι το Πορτ Τσάρλι εκμεταλλεύεται τη σοφία τους. Ξέρουν τη θάλασσα».

«Τα προβλήματα μας δεν αφορούν μόνο τη θάλασσα», της υπενθύμισε ευγενικά ο Όλιβερ.

«Η θάλασσα όμως είναι το μόνο που ενδιαφέρει εμάς», του απάντησε η Γκρέτελ, μια καυστική απάντηση που υπενθύμισε στον Όλιβερ και ακόμη περισσότερο στην Κατρίν, πόσο δύσκολη προσπάθεια τους περίμενε.

Η Γκρέτελ ήθελε να μιλήσουν για το Χέιλ. Ήξερε μερικούς από τους γέρους ψαράδες αυτού του χωριού, τους είχε γνωρίσει στη θάλασσα ψαρεύοντας σολομούς πριν από πολλά χρόνια, στα νιάτα της, όταν ήταν καπετάνιος στο σκάφος της. Αν και η Κατρίν ήταν ανυπόμονος τύπος, γυναίκα της δράσης και όχι της άσκοπης κουβέντας (ιδιαίτερα τώρα που τα πλοία του Άβον πλησίαζαν γοργά στα παράλια του Εριαντόρ!) αναγκάστηκε να της κάνει το χατίρι και, σιγά-σιγά, άρχισαν να της αρέσουν οι ιστορίες που τους έλεγε η Γκρέτελ για την επικίνδυνη Θάλασσα του Άβον.

Ο Όλιβερ ξεκουραζόταν στο μεταξύ πίνοντας το τσάι του και απολαμβάνοντας τις οσμές και τους ήχους του παραθαλάσσιου σπιτιού. Σε λίγο άρχισαν να φτάνουν οι άλλοι γερο-θαλασσόλυκοι, ένας-ένας ή δύο-δύο, μέχρι που το μικρό σπίτι της Γκρέτελ γέμισε από μελαψά ρυτιδωμένα πρόσωπα που μύριζαν όλα θάλασσα και ψάρι. Ο Όλιβερ είχε την εντύπωση ότι αναγνώρισε έναν από τους άνδρες, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού, και η υποψία του επιβεβαιώθηκε όταν αυτός τον κοίταξε κλείνοντάς του το μάτι. Ίσως να ήταν στο πλήρωμα του πλοίου που τον είχε φέρει στο Πορτ Τσάρλι πριν από μερικά χρόνια ή μπορεί να δούλευε στην πανσιόν, όπου είχε μείνει μέχρι που βαρέθηκε το λιμάνι κι έφυγε για το Μόντφορτ.

Συνέχισε να κοιτάζει για λίγο τον γέροντα που, περιέργως, ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα αν και καθόταν δίπλα στο τζάκι, αλλά τελικά σήκωσε τους ώμους εγκαταλείποντας την προσπάθεια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πού τον έχει ξαναδεί.

Πάντως, η συγκέντρωση ήταν σπουδαία και η Κατρίν ένιωθε σαν στο σπίτι της — περισσότερο απ’ όσο είχε νιώσει από τότε που έφυγε από το Χέιλ, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, για να εκπαιδευτεί στην αρένα της Νταν Βάρνα.

«Λοιπόν», είπε η Γκρέτελ, μετά από μια ιδιαίτερα άσεμνη ιστορία για δυο πλοία που “έτυχε” να πλευρίσουν το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στη νύχτα. «Απ’ ό,τι βλέπω, μαζευτήκαμε όλοι».

«Αυτό είναι το δημοτικό σας συμβούλιο;» ρώτησε ο Όλιβερ.

«Όχι, είναι οι γέροι που δεν μπορούν πια να δουλέψουν πάνω στα πλοία», τον διόρθωσε η Γκρέτελ. «Και που δεν έχουν γεράσει ακόμη τόσο πολύ ώστε να είναι κατάκοιτοι. Αυτοί που θα γυρίσουν σε λίγο με τα πλοία, θα μάθουν όσα θα πούμε».

Κοίταξε την Κατρίν κάνοντάς της νόημα ότι το βήμα είναι δικό της.

Η Κατρίν σηκώθηκε αργά. Θυμήθηκε το δικό της περήφανο χωριό προσπαθώντας να φανταστεί με ποιον τρόπο θα αντιδρούσαν οι συμπατριώτες της, αν αντιμετώπιζαν μια παρόμοια κατάσταση. Οι κάτοικοι του Χέιλ δεν ασχολούνταν με τον Γκρινσπάροου, δεν σπαταλούσαν τα λόγια τους μιλώντας γι’ αυτόν, όπως άλλωστε και οι άνθρωποι του Πορτ Τσάρλι. Όμως, εκείνο που χρειαζόταν τώρα ήταν η δράση, και η αμφιταλάντευση απέχει πολύ από τη δράση.