Πήγε στη μέση του δωματίου και ακούμπησε σε ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι. Σκέφτηκε τον Λούθιεν στο Κάερ Μακντόναλντ, την εμπνευσμένη ομιλία του στην πλατεία δίπλα στη Μητρόπολη. Ευχήθηκε να ήταν μαζί τους τώρα, όμορφος και εκφραστικός όπως πάντα. Ξαφνικά τα έβαλε με τον εαυτό της για την αλαζονεία της να νομίζει ότι μπορεί να τον αντικαταστήσει.
Έδιωξε αυτές τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό της. Ο Λούθιεν δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με αυτούς τους ανθρώπους που ήταν ψαράδες σαν τους συμπατριώτες της Κατρίν. Τα λόγια του μπορούσαν να παρασύρουν εκείνους που είχαν κάτι να χάσουν. Άλλωστε, όποιος κι αν διεκδικούσε την κυριαρχία του Εριαντόρ, και επομένως του Πορτ Τσάρλι, είτε ήταν ο Γκρινσπάροου είτε ο Λούθιεν είτε οποιοσδήποτε άλλος, οι κάτοικοι αυτής της πόλης θα συνέχιζαν να αναγνωρίζουν μόνο έναν βασιλιά: τη Θάλασσα του Άβον.
Η Κατρίν συνέχισε να διστάζει, όμως οι ψαράδες, άνδρες και γυναίκες που είχαν περάσει ατελείωτες ώρες περιμένοντας ήρεμα στα πλατιά ήσυχα νερά της θάλασσας, σεβάστηκαν την καθυστέρηση και δεν την πίεσαν.
Η Κατρίν σκέφτηκε το Πορτ Τσάρλι, τις τακτικές σειρές των σπιτιών και την περιποιημένη πόλη, ένα όμορφο μέρος φτιαγμένο στο πιο αφιλόξενο σημείο. Έμοιαζε τόσο πολύ με το Χέιλ!
Δεν διέφερε όμως πολύ, επίσης, από τις περισσότερες πόλεις του νότιου Εριαντόρ, σκέφτηκε η Κατρίν, ιδιαίτερα από εκείνες που ήταν χτισμένες στη σκιά του Άιρον Κρος. Το πρόσωπό της φωτίστηκε, καθώς κατάλαβε ποια πρέπει να είναι η πορεία της ομιλίας της. Οι άνθρωποι του Πορτ Τσάρλι δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική των στεριανών, αλλά κι αυτοί, όπως και όλοι οι κάτοικοι του Εριαντόρ και του Άβον, μισούσαν τους Κυκλωπιανούς. Ήταν γνωστό ότι ελάχιστοι μονόφθαλμοι ζούσαν μέσα ή κοντά στο Πορτ Τσάρλι. Ακόμη και οι έμποροι εδώ συνήθως είχαν ανθρώπους για φύλακες και όχι Κυκλωπιανούς, όπως σε όλους τους άλλους τόπους.
«Έχετε ακούσει για την εξέγερση στο Κάερ Μακντόναλντ», άρχισε να λέει. Σταμάτησε για μια στιγμή, προσπαθώντας να αξιολογήσει τις αντιδράσεις τους, αλλά δεν υπήρχε καμία.
Τα μάτια της Κατρίν στένεψαν. Όρθωσε το παράστημά της απομακρυνόμενη λίγο από το τραπέζι. «Ακούσατε ότι σκοτώσαμε πολλούς Κυκλωπιανούς;
Τα νεύματα γύρω της συνοδεύτηκαν από σκυθρωπά χαμόγελα, πράγμα που έδωσε στην Κατρίν να καταλάβει ότι είχε βρει τον σωστό δρόμο. Μιλούσε πάνω από μια ώρα πριν αρχίσουν οι πρώτες ερωτήσεις, που τις απάντησε μία-μία μέχρι την τελευταία, καθώς επίσης κάθε απορία και ανησυχία.
»Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι χρόνος», κατέληξε απευθυνόμενη κυρίως στην Γκρέτελ. «Κρατήστε τον στόλο του Άβον παγιδευμένο στο λιμάνι σας, για μια βδομάδα ίσως. Δεν χρειάζεται να ρισκάρετε ούτε μία ζωή. Μετά θα δείτε! Το Κάερ Μακντόναλντ θα αντιμετωπίσει την επίθεση, θα καταστρέψει τον στρατό του Γκρινσπάροου και θα τον εξαναγκάσει να κάνει ανακωχή. Έτσι, το Εριαντόρ θα είναι πάλι ελεύθερο».
«…Για να το κυβερνήσει κάποιος άλλος βασιλιάς», απάντησε ένας γέροντας.
«Καλύτερα αυτός, όποιος κι αν είναι», είπε η Κατρίν, συλλογιζόμενη ότι ήξερε ποιος θα ήταν ο επόμενος βασιλιάς του Εριαντόρ, αλλά δεν υπήρχε λόγος να το αναφέρει εκείνη τη στιγμή, «παρά ένας μάγος που έχει κάνει συμμαχία με τους δαίμονες. Καλύτερα αυτός παρά ένας άνθρωπος που καλεί Κυκλωπιανούς στην αυλή του και τους διορίζει στην προσωπική Πραιτωριανή Φρουρά του».
Τα κεφάλια συνέχισαν να κινούνται καταφατικά και, όταν η Κατρίν κοίταξε τον Όλιβερ, είδε ότι κι αυτός χαμογελούσε κάνοντας καταφατικά νεύματα. Ευχαριστημένη από την ομιλία της, γύρισε για να κοιτάξει την Γκρέτελ με ερωτηματική έκφραση που ζητούσε μιαν απάντηση.
Εκείνη τη στιγμή, ένας μεσόκοπος άνδρας με γκρίζα μαλλιά και ροδοκόκκινο αξύριστο πρόσωπο όρμησε μέσα στο σπίτι λαχανιασμένος κι αλαφιασμένος.
«Τους είδες», είπε η Γκρέτελ. Ήταν περισσότερο δήλωση παρά ερώτηση.
«Ρίχνουν άγκυρα πέντε μίλια νότια!» είπε ο νεοφερμένος. «Είναι πολύ κοντά στην παραλία, για να πλησιάσουν μέσα στο σκοτάδι».
«Πολεμικά πλοία;» ρώτησε η Κατρίν.
Ο άνδρας κοίταξε απορημένος πρώτα την Κατρίν και μετά τον Όλιβερ. Γύρισε στην Γκρέτελ, αλλά αυτή του έκανε νόημα ότι μπορεί να μιλήσει.
«Όλος ο αναθεματισμένος στόλος του Άβον», της απάντησε.
«Μέχρι και πενήντα;» Η Κατρίν ήθελε να μάθει.
«Θα έλεγα πιο κοντά στα εβδομήντα, κυρά μου», απάντησε ο άνθρωπος. «Μεγάλα σκαριά, και βαρυφορτωμένα».