Выбрать главу

Η Κατρίν κοίταξε πάλι την Γκρέτελ, κατάπληκτη με την ψυχραιμία που διατήρησε η ηλικιωμένη λιμενάρχισσα, αλλά και όλοι οι άλλοι, παρά τα άσχημα νέα. Το χαμόγελο της Γκρέτελ ήταν παρήγορο και αφοπλιστικό. Όταν έκανε ένα καταφατικό νεύμα, η Κατρίν σκέφτηκε ότι είχε πάρει την απάντηση που ήθελε.

«Οι δυο σας θα μείνετε με τον Φέλπσι Ντόζιερ», είπε η Γκρέτελ. «Στο Ορίζων, παλιό αλλά καλό σκαρί».

Ο Ντόζιερ, ο πιο ηλικιωμένος στη συγκέντρωση, ίσως ο πιο ηλικιωμένος άνθρωπος που είχε δει ποτέ η Κατρίν, σηκώθηκε και χαιρέτισε ανασηκώνοντας τον μάλλινο σκούφο του, ενώ το πλατύ χαμόγελό του αποκάλυπτε το ένα, μοναδικό δόντι που του είχε απομείνει. «Τώρα πια συνήθως είναι αραγμένο στο λιμάνι», είπε σχεδόν απολογητικά.

«Θα πω στον γιο μου να φροντίσει τα άλογά σας», συνέχισε η Γκρέτελ, με τόνο που έδειχνε ότι η συνάντηση είχε τελειώσει. Αρκετοί άλλοι σηκώθηκαν, τεντώθηκαν για να ξεμουδιάσουν και τράβηξαν για την πόρτα. Είχε νυχτώσει στο μεταξύ κι έξω είχε σκοτάδι και κρύο, με τον άνεμο να μουγκρίζει φυσώντας από τη θάλασσα.

«Έχουμε πολλές προετοιμασίες», είπε η Κατρίν, αλλά η Γκρέτελ τη σταμάτησε.

«Οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι κάνουν τέτοιες προετοιμασίες πριν ακόμη γεννηθείς εσύ, καλό μου κορίτσι», της είπε. «Είπες ότι χρειάζεστε μια βδομάδα, και ξέρουμε πώς να σας τη δώσουμε».

«Το βάθος του λιμανιού;» ρώτησε η Κατρίν κοιτάζοντας γύρω της. Δεν αμφέβαλλε για τα λόγια της Γκρέτελ, αλλά συγχρόνως δεν μπορούσε να πιστέψει το πώς αυτοί οι άνθρωποι έπαιρναν τόσο ελαφρά εβδομήντα πολεμικά πλοία.

«Ρηχό», απάντησε ο γέρος δίπλα στο τζάκι, αυτός που είχε ξαναδεί ο Όλιβερ. «Τα πλοία θα έχουν μόνο τα τελευταία δώδεκα μέτρα από τις δύο μακρύτερες προβλήτες για να πιάσουν. Και μπορούμε εύκολα να γκρεμίσουμε αυτό το κομμάτι».

Ο Όλιβερ πρόσεξε ότι η προφορά του δεν έμοιαζε με των άλλων, αλλά κι αυτό το στοιχείο τον μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να τον ξέρει σίγουρα αυτό τον άνθρωπο, αλλά για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είναι, λες και κάτι είχε μπει στο μυαλό του κλέβοντάς του μια ανάμνηση.

Αποφάσισε να μην ασχοληθεί περισσότερο —τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;— και έφυγε μαζί με την Κατρίν και τον Φέλπσι Ντόζιερ. Βρήκαν το Ορίζων δεμένο κοντά στην ακτή στη διπλανή προβλήτα και ο Φέλπσι τους οδήγησε στην καμπίνα του καπετάνιου, που ήταν απρόσμενα άνετη και καλά επιπλωμένη, ενώ το υπόλοιπο σκάφος δεν ήταν σε τόσο καλή κατάσταση.

«Κοιμηθείτε να ξεκουραστείτε», τους είπε ο γέρο-Ντόζιερ αφού τους πέταξε μαξιλάρια από μια ντουλάπα. Μετά χαιρέτισε με ένα νεύμα γυρίζοντας να φύγει.

«Πού πας εσύ;» ρώτησε ο Όλιβερ, γιατί είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο γέροντας κοιμόταν πάνω στο σκάφος.

Ο Ντόζιερ έβγαλε ένα ασθματικό αλλά πονηρό γέλιο. «Η Γκρέτελ θα με αφήσει να μείνω μαζί της απόψε», είπε. Χαιρέτισε πάλι πιάνοντας την άκρη του σκούφου του. «Θα σας δω τα χαράματα».

Έφυγε, ενώ ο Όλιβερ έκανε έναν χαιρετισμό σεβασμού προς την πόρτα. Ευχήθηκε να είχε κι αυτός τόση φλόγα σε τέτοια ηλικία. Μετά, αφού έβγαλε τις ψηλές του μπότες, σωριάστηκε σε μία από τις δύο κουκέτες στο μικροσκοπικό αμπάρι απλώνοντας αμέσως το χέρι για να χαμηλώσει τη φλόγα του φαναριού. Βλέποντας όμως ότι η Κατρίν είχε ένα ύφος σαν θηρίο στο κλουβί, δίστασε.

«Νόμισα ότι θα ένιωθες σαν στο σπίτι σου εδώ μέσα», είπε.

Ο Κατρίν τον κοίταξε. «Πρέπει να γίνουν πολλά», του απάντησε.

«Δεν θα τα κάνουμε εμείς», επέμεινε ο Όλιβερ. «Είχαμε μεγάλο και κουραστικό ταξίδι. Μην είσαι ανόητη, εκμεταλλεύσου την ευκαιρία και κοιμήσου, γιατί ο δρόμος της επιστροφής δεν θα είναι μικρότερος».

Η Κατρίν συνέχισε να δείχνει ανήσυχη, αλλά ο Όλιβερ χαμήλωσε το φανάρι. Σε λίγο η Κατρίν ξάπλωσε στην κουκέτα της και, λίγο αργότερα, το απαλό λίκνισμα κι ο παφλασμός των κυμάτων τη νανούρισαν φέρνοντάς της όνειρα από το Χέιλ.

Την ξύπνησε το φως, όπως επίσης τον Όλιβερ. Ήταν οι πρώτες ακτίνες της αυγής. Ακούγοντας φασαρία έξω, κόσμο που έτρεχε στις προβλήτες, κατάλαβαν ότι μάλλον είχε φανεί ο στόλος. Κατέβηκαν μαζί από τις κουκέτες και η Κατρίν όρμησε στην πόρτα, ενώ ο Όλιβερ φορούσε τις μπότες του.

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, συρτωμένη απ’ έξω.

Η Κατρίν την έσπρωξε δυνατά με τον ώμο της, νομίζοντας ότι είχε κολλήσει.

Τίποτα.

«Τι ανοησία είναι αυτή;» ρώτησε ο Όλιβερ πλησιάζοντας δίπλα της.

«Δεν είναι ανοησία, ήρωά μου», ακούστηκε μια φωνή από πάνω. Σήκωσαν το κεφάλι και είδαν μια μπουκαπόρτα να ανοίγει. Μισόκλεισαν τα μάτια από το ξαφνικό φως, αλλά είδαν ότι το άνοιγμα ήταν κλεισμένο με κάγκελα. Η Γκρέτελ τους κοίταζε γονατισμένη στο κατάστρωμα, από πάνω.

«Μας υποσχέθηκες!..» τραύλισε η Κατρίν.