Η Γκρέτελ κούνησε το κεφάλι. «Είπα ότι ξέρουμε πώς να σας δώσουμε μια βδομάδα. Δεν είπα ότι θα το κάνουμε».
Για μια στιγμή η Κατρίν σκέφτηκε να αρπάξει το μεν-γκος από τη ζώνη του Όλιβερ και να καρφώσει τη γριά λιμενάρχισσα.
Αλλά η Γκρέτελ της χαμογέλασε σαν να είχε διαβάσει τις επικίνδυνες σκέψεις της. «Ήμουν κι εγώ κάποτε νέα, Κατρίν Ο’ Χέιλ», είπε. «Νέα και μαχητική. Ξέρω τη φωτιά που καίει στις φλέβες σου επιταχύνοντας τους χτύπους της καρδιάς σου. Όχι πια όμως. Η αγάπη μου για το ξίφος μετριάστηκε από τη σοφία του χρόνου. Κάτσε ήσυχη, κοπέλα μου, κι έχε πίστη στον κόσμο».
«Πίστη σ’ έναν κόσμο γεμάτο δόλο;» φώναξε η Κατρίν.
«Πίστη στο ότι δεν τα ξέρεις όλα», απάντησε η Γκρέτελ. «Πίστη στο ότι ο δικός σου τρόπος μπορεί να μην είναι ο καλύτερος».
«Θα αφήσετε τους μονόφθαλμους να περάσουν από το Πορτ Τσάρλι;» ρώτησε ωμά ο Όλιβερ.
«Δύο από τα πλοία του Άβον έπιασαν ήδη», απάντησε η Γκρέτελ. «Να τους ξεφορτωθούμε γρήγορα — αυτό αποφασίσαμε. Να περάσουν από ’δώ και να πάνε στα τσακίδια!»
«Καταδικάζετε το Κάερ Μακντόναλντ!» είπε η Κατρίν.
Αυτή η κατηγορία φάνηκε να πονάει τη Γκρέτελ. Άφησε την μπουκαπόρτα να κλείσει.
Η Κατρίν γρύλλισε πέφτοντας πάλι πάνω στην πόρτα, αλλά μάταια. Η πόρτα άντεχε, ήταν φυλακισμένοι.
Γρήγορα άκουσαν τα ρυθμικά βήματα και τα τύμπανα των πρώτων Κυκλωπιανών, που περνούσαν από την προβλήτα με στρατιωτικό βήμα. Άκουγαν μια φωνή Κυκλωπιανού πάνω από τις άλλες, απρόσμενα εύγλωττη για τη φυλή των μονόφθαλμων, αλλά βέβαια κανείς από τους δύο δεν είχε ακούσει για τον Μπέλσεν’ Κριγκ.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ο Τρομερός είχε φθάσει με περίπου δεκαπέντε χιλιάδες σκληροτράχηλους πολεμιστές για να συντρίψει την εξέγερση και να φέρει το κεφάλι του Λούθιεν Μπέντγουιρ στον βασιλιά του, στο Καρλάιλ.
9
Προετοιμασίες
Ο Λούθιεν βάδισε σ’ όλο το μήκος της αμυντικής γραμμής του Κάερ Μακντόναλντ, στην περιοχή έξω από το εξωτερικό τείχος της πόλης. Το Κάερ Μακντόναλντ είχε τρεις ξεχωριστές οχυρώσεις. Το ψηλότερο και φαρδύτερο τείχος ήταν μέσα στην πόλη, και χώριζε τη συνοικία των πλούσιων εμπόρων από τις φτωχότερες περιοχές. Μετά υπήρχε μια φαρδιά και χαμηλή οχύρωση που περιέβαλλε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και, τέλος, δεκαπέντε μέτρα πιο έξω υπήρχε η εξωτερική οχύρωση, ένα γυμνό λεπτό τείχος, μιάμιση φορά το ύψος ενός κοντού άνδρα, που σε μερικά σημεία δεν ήταν παρά πέτρες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη.
Έξω από αυτό το εξωτερικό τείχος, το έδαφος ήταν γυμνό με ελάχιστα δέντρα ή σπίτια. Κατηφορικό έδαφος που μπορείς να το υπερασπιστείς καλά, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Οι Κυκλωπιανοί, κανονικά θα έρχονταν σε πυκνό σχηματισμό, και μπορούσαν να επιτεθούν μόνο από τα βόρεια ή τα δυτικά. Ανατολικά και νότια ήταν τα βουνά, κρύα, σκεπασμένα με χιόνι και, μολονότι ίσως μερικοί μονόφθαλμοι να πλησίαζαν από εκεί μόνο και μόνο για να πιέσουν τους υπερασπιστές της πόλης, ο κύριος όγκος θα πλησίαζε αναγκαστικά από το ανοιχτό μέρος ανεβαίνοντας την ανηφόρα.
Το έδαφος αυτό είχε γίνει ακόμη πιο επικίνδυνο χάρη στους εργατικούς νάνους του Σάγκλιν. Όλοι τους χαιρετούσαν τον Λούθιεν καθώς περνούσε, αλλά λίγοι έκαναν τον κόπο να σηκώσουν το κεφάλι, δεν ήθελαν να διακόψουν την τόσο ζωτική δουλειά τους. Μερικοί άνοιγαν χαρακώματα σκάβοντας το παγωμένο ακόμη χώμα εκατοστό προς εκατοστό. Οι τάφροι είχαν γύρω στο μισό μέτρο βάθος και ήταν αρκετά στενές. Δεν θα πρόσφεραν κάλυψη, αλλά αν ένας Κυκλωπιανός σκόνταφτε εκεί, θα κοβόταν η ορμή του ή μπορεί επίσης να έσπαζε το πόδι του. Άλλοι νάνοι έκαναν μία επιπλέον προσθήκη σε αυτές τις παγίδες τοποθετώντας μυτερούς αγκαθωτούς πασσάλους στη μια πλευρά τους, προς τη μεριά της πόλης.
Ο Λούθιεν άρχισε να νιώθει κάποια ελπίδα καθώς παρακολουθούσε αυτή την ήσυχη και μεθοδική δουλειά, στην πραγματικότητα όμως οι νάνοι εδώ ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι ήταν στο τείχος, όπου ο Λούθιεν βρήκε και τον Σάγκλιν.
Ο νάνος στεκόταν μαζί με μερικούς φίλους του μπροστά σε ένα μικρό τραπέζι μελετώντας μια στοίβα περγαμηνές. Κάθε τόσο, αφού κοίταζε το τείχος, έβγαζε ένα γρύλλισμα. Χάρηκε όταν είδε τον Λούθιεν, αν και δεν τον πρόσεξε παρά μόνο όταν εκείνος ακούμπησε το χέρι στον ώμο του.
«Πώς πάει;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Σάγκλιν κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να φαίνεται ικανοποιημένος. «Το έχουν κάνει πολύ γερό αυτό το αναθεματισμένο το τείχος», εξήγησε, αλλά ο Λούθιεν δεν κατάλαβε το πρόβλημα. Αυτό ακριβώς δεν ήθελαν;
«Μόνο δυόμισι μέτρα ύψος και όχι πολύ παχύ», του εξήγησε ο Σάγκλιν. «Δεν θα σταματήσει τους Κυκλωπιανούς για πολύ. Ένας αλογόχοιρος μπορεί να το γκρεμίσει το αναθεματισμένο».
«Μα εσύ είπες ότι το έχουν κάνει γερό», είπε ο Λούθιεν.