«Την υποδομή εννοώ», είπε ο Σάγκλιν. «Έχουν φτιάξει καλά την υποδομή».
Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του. Γιατί είχε σημασία αυτό;
Ο Σάγκλιν κατάλαβε ότι ήταν προτιμότερο να αρχίσει από την αρχή. «Αποφασίσαμε να μην κρατήσουμε αυτό το τείχος», είπε δείχνοντας το δεύτερο τείχος του Κάερ Μακντόναλντ.
«Ποιος το αποφάσισε;»
«Οι δικοί μου κι εγώ», απάντησε ο Σάγκλιν. «Ρωτήσαμε την Σιόμπαν, η οποία συμφώνησε.
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε πάλι εκείνη την παράξενη αίσθηση ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο της κατάστασης, ότι η Σιόμπαν χειρίζεται ξανά τα νήματα της μαριονέτας. Για μια στιγμή θύμωσε που αποφάσισαν χωρίς αυτόν, αλλά μετά ηρέμησε σιγά-σιγά συνειδητοποιώντας ότι, αν οι έμπιστοι σύντροφοί του ζητούσαν την έγκρισή του για όλα, θα σταματούσαν τα πάντα και δεν θα κατάφερναν να κάνουν τίποτα σημαντικό.
»Σκεφτόμαστε λοιπόν να πολεμήσουμε στην αρχή εδώ, αλλά μετά να υποχωρήσουμε στην πόλη», συνέχισε ο Σάγκλιν.
«Μα, αν οι Κυκλωπιανοί πάρουν αυτό το τείχος, θα έχουν μια ισχυρή θέση, θα μπορούν με την ησυχία τους να αναδιοργανωθούν και να ξεκουραστούν», είπε ο Λούθιεν.
Ο νάνος σήκωσε τους ώμους. «Γι’ αυτό προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο για να το γκρεμίσουμε το καταραμένο!» γκρίνιαξε.
«Δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε εκείνη την μαύρη σκόνη που είχε το κουτί;» ρώτησε ο Λούθιεν μετά από λίγη σκέψη. «Το κουτί που εξερράγη καταστρέφοντας τα εφόδια στη Μητρόπολη».
«Δεν έχουμε τέτοια ποσότητα!» απάντησε ενοχλημένος ο Σάγκλιν και ο Λούθιεν αισθάνθηκε ανόητος που δεν σκέφτηκε ότι οι ικανοί νάνοι θα είχαν εξετάσει ήδη τη λύση της μαύρης σκόνης. «Άσε που είναι δύσκολο να το φτιάξεις», πρόσθεσε ο Σάγκλιν. «Επικίνδυνο.
Ο νάνος σήκωσε τελικά το κεφάλι από την περγαμηνή περνώντας τα δάχτυλα μέσα από τη φουντωτή γενειάδα του. Σκέφτηκε ότι ο Λούθιεν προσπαθούσε απλώς να βοηθήσει, καθώς επίσης ότι η άμυνα του Κάερ Μακντόναλντ είναι ακόμη πιο σημαντική γι’ αυτόν απ’ ό,τι για τους νάνους.
»Θα χρησιμοποιήσουμε ένα μέρος της μαύρης σκόνης», εξήγησε ο νάνος, «στα πιο δύσκολα σημεία του τείχους, αλλά, να πάρει, το έχουν φτιάξει καλά!»
«Θα μπορούσαμε να το γκρεμίσουμε από τώρα και απλώς να αρχίσουμε την άμυνά μας από το δεύτερο τείχος», είπε ο Λούθιεν, αλλά ο Σάγκλιν άρχισε να κουνάει το κεφάλι του πριν εκείνος τελειώσει τη φράση του.
«Θα το γκρεμίσουμε», διαβεβαίωσε τον Λούθιεν. «Αλλά το κόλπο είναι να το κάνουμε να πέσει προς τα έξω, πάνω στους ηλίθιους μονόφθαλμους».
Ενώ ο Σάγκλιν άρχισε να μελετά πάλι τις περγαμηνές του, ένας άλλος νάνος του έκανε μια ερώτηση. Ο Λούθιεν τους χαιρέτισε με ένα νεύμα και απομακρύνθηκε καθησυχασμένος από την ικανότητα των συντρόφων του. Ο Σάγκλιν και οι δικοί του προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε πλεονέκτημα, να χτυπήσουν τους Κυκλωπιανούς με κάθε ευκαιρία.
Και έτσι πρέπει, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Αλλιώς δεν έχουμε ελπίδα.
Οι δυο παγιδευμένοι φίλοι κάθονταν σκυθρωποί όλο το πρωί ακούγοντας τους Κυκλωπιανούς. Χιλιάδες πόδια που περνούσαν με στρατιωτικό βήμα, κλαγγή από βαριές πανοπλίες και ασπίδες, κρότος από οπλές αλογόχοιρων, των υποζυγίων που προτιμούσαν οι Κυκλωπιανοί. Ήταν επικίνδυνα ζώα, πιο μικρά κι αργά από τα άλογα, αλλά επίσης πιο ανθεκτικά και δυνατά. Άκουσαν επίσης να περνούν άμαξες, σίγουρα φορτωμένες με όπλα και τρόφιμα.
Καθώς οι Κυκλωπιανοί συνέχιζαν να περνούν ασταμάτητα, η Κατρίν με τον Όλιβερ δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τους σταματήσουν. Ακόμη κι αν έβρισκαν κάποιον τρόπο για να βγουν από το αμπάρι του Ορίζων, δεν υπήρχε τρόπος πια να καθυστερήσουν τον στρατό του Άβον.
«Όταν περάσουν, θα μας ελευθερώσουν», είπε ο Όλιβερ, πράγμα στο οποίο συμφωνούσε η Κατρίν έχοντας την αίσθηση ότι η Γκρέτελ και οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν ήσαν ενάντια στους επαναστάτες. Απλώς δεν ήθελαν προβλήματα στην πόλη τους. Για την περήφανη Κατρίν, όμως, αυτή η θέση ήταν απαράδεκτη. Είχε αρχίσει πόλεμος και, γι’ αυτήν, όποιος Εριαντοριανός δεν έπαιρνε μέρος στον αγώνα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση δειλός.
»Και τότε θα πρέπει να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε», συνέχισε ο Όλιβερ. «Θα πάμε βόρεια και ανατολικά, για να παρακάμψουμε τον στρατό και να προειδοποιήσουμε τους φίλους μας». Κόντεψε να πει: “Τους φίλους μας στο Κάερ Μακντόναλντ”, αλλά εκείνη τη στιγμή, με την ασταμάτητη, αποθαρρυντική βουή του στρατού στην προβλήτα από πάνω τους, ο χάφλινγκ είχε την αίσθηση ότι πολύ γρήγορα η πόλη στα βουνά μπορεί να ονομαζόταν πάλι Μόντφορτ.
«Αν και δεν ξέρω σε τι θα βοηθήσει αυτό», απάντησε η Κατρίν με πικρία. Αφού χτύπησε τη γροθιά της στην πόρτα, σωριάστηκε πίσω στην κουκέτα της.
Ο θόρυβος έξω συνεχίστηκε όλο το πρωί, μέχρι το απόγευμα. Η διάθεση του Όλιβερ έφτιαξε όταν βρήκε μερικά τρόφιμα σ’ ένα ντουλαπάκι κάτω από την κουκέτα του, αλλά η Κατρίν δεν μπορούσε να φάει.