«Τι αρχίσαμε εδώ;» ρώτησε τον έναστρο ουρανό. Ο αέρας ήταν δροσερός, όχι κρύος, ενώ τα αστέρια άστραφταν σαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι. Σκέφτηκε τα νέα από τη δύση. Το γεγονός ότι οι Κυκλωπιανοί δεν καθυστέρησαν καθόλου στο Πορτ Τσάρλι, μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει, πως οι κάτοικοι της πόλης δεν είχαν προσχωρήσει στον αγώνα.
»Τους χρειαζόμαστε όλους», ψιθύρισε. Είχε την ανάγκη να ακούσει μεγαλόφωνα τις σκέψεις του. Ένιωθε σαν να προετοιμάζεται για μια ομιλία, άλλωστε έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, μπορεί κάλλιστα να χρειαζόταν να μιλήσει στους συμπολεμιστές του. «Όλο το Εριαντόρ! Κάθε άνδρα και κάθε γυναίκα. Τι θα ωφελήσουν οι δικές μας προσπάθειες αν εκείνοι που προσπαθούμε να ελευθερώσουμε δεν πάρουν τα όπλα να ξεσηκωθούν; Τι αξίζει η νίκη αν δεν είναι νίκη όλων; Γιατί, αλλιώς, είμαι σίγουρος ότι εκείνοι που θα ελευθερωθούν χάρη στη δική μας θυσία, δεν θα αγκαλιάσουν αυτό που θα πετύχουμε, δεν θα δουν τη σημαία του Εριαντόρ σαν δική τους.
Πήγε στη δυτική άκρη της στέγης, κλότσησε ένα κομμάτι παγωμένο χιόνι και γονάτισε σε εκείνο το ελεύθερο σημείο. Έβλεπε το τεράστιο περίγραμμα της Μητρόπολης, όπου είχαν πεθάνει τόσοι γενναίοι επαναστάτες. Η Μητρόπολη, που χτίστηκε σαν σύμβολο του πνεύματος του ανθρώπου και της αγάπης του για τον Θεό, αλλά που τα πιόνια του Γκρινσπάροου τον χρησιμοποιούσαν σαν οίκο συλλογής των φόρων και σαν δικαστήριο… Ούτε καν δικαστήριο, σκέφτηκε ο Λούθιεν, γιατί υπό τη διακυβέρνηση του Μόρκνεϊ, η Μητρόπολη ήταν ένας χώρος καταδίκης, όχι δικαιοσύνης.
Τα άστρα τρεμόφεγγαν γύρω από τον ψηλότερο πύργο, σαν να υψωνόταν το κτήριο μέχρι τον ουρανό για να αγγίξει τα πόδια του Θεού. Ήταν πραγματικά υπέροχη νύχτα, ήσυχη και ήρεμη. Υπήρχαν ελάχιστα φώτα στην πόλη, ενώ οι δρόμοι ήταν άδειοι εκτός από τον δρόμο του Ντουέλφ, όπου συνεχιζόταν ο αυθόρμητος εορτασμός και κάθε τόσο ακούγονταν κάποιες φωνές. Πέρα από το τείχος της πόλης, ο Λούθιεν έβλεπε τις φωτιές του στρατοπέδου των νάνων. Μερικές έκαιγαν δυνατά, αλλά οι περισσότερες ήταν μόνο κάρβουνα πια, μια κόκκινη λάμψη μέσα στο σκοτάδι.
»Κοιμηθείτε καλά», ψιθύρισε ο Λούθιεν. «Η δουλειά σας δεν έχει τελειώσει ακόμη».
«Ούτε και η δική σου», άκουσε ο Λούθιεν πίσω του και, γυρίζοντας, είδε να πλησιάζει η Σιόμπαν, με την περπατησιά της τόσο ανάλαφρη και αθόρυβη που δεν άφηνε πατήματα πάνω στο σκληρό χιόνι, το οποίο σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος της στέγης.
Ο Λούθιεν στράφηκε πάλι προς τη Μητρόπολη και τα αστέρια. Παρέμεινε ακίνητος όταν η Σιόμπαν έβαλε το χέρι της κάτω από το αφτί του κατεβάζοντάς το μετά απαλά στον λαιμό και στον ώμο του.
«Η Κατρίν και ο Όλιβερ απέτυχαν», της είπε με πικρία. «Αποτύχαμε».
Η Σιόμπαν ξερόβηξε, με τρόπο ο οποίος στον Λούθιεν ακούστηκε περισσότερο σαν καγχασμός παρά σαν βήχας. Γύρισε για να την κοιτάξει.
Πόσο όμορφη ήταν μέσα στην αστροφεγγιά! Της πήγαινε το φως των άστρων, με τα μάτια της να αστράφτουν σαν τα αστέρια στον μαύρο ουρανό, το δέρμα της χλομό, σχεδόν διάφανο, τα μαλλιά της να χύνονται πυκνά και λαμπερά στους ώμους της σε τόση αντίθεση με τις ντελικάτες, έντονες γωνίες των χαρακτηριστικών του ξωτικού.
«Δηλώνεις νικημένος πριν ακόμη αρχίσει η μάχη», απάντησε η Σιόμπαν με φωνή ήρεμη και κατευναστική.
«Πόσοι Κυκλωπιανοί έρχονται;» ρώτησε ο Λούθιεν. «Και δεν είναι συνηθισμένοι, τυχαίοι μονόφθαλμοι, είναι Πραιτωριανοί Φρουροί, η αφρόκρεμα του στρατού του Γκρινσπάροου. Δέκα χιλιάδες; Δεκαπέντε; Δεν ξέρω αν μπορούμε να κρατήσουμε ακόμη και τους μισούς από αυτούς».
«Δεν θα είναι τόσοι πολλοί όταν θα φτάσουν στο Κάερ Μακντόναλντ», τον καθησύχασε η Σιόμπαν. «Επίσης, και ο δικός μας στρατός θα πληθύνει καθώς θα μας έρχονται χωρικοί από τις δυτικές περιοχές». Η Σιόμπαν γλίστρησε το χέρι της από τον ώμο στο στήθος του σκύβοντας περισσότερο, και τον φίλησε στον κρόταφο.
»Είσαι ο αρχηγός», είπε. «Το σύμβολο του ελεύθερου Εριαντόρ. Δεν πρέπει να κλονίζεται η πίστη σου».
Για άλλη μια φορά ο Λούθιεν Μπέντγουιρ αισθάνθηκε σαν να είχε γίνει πιόνι σε ένα παιχνίδι τόσο μεγάλο ώστε του ήταν αδύνατο να το ελέγξει. Για άλλη μια φορά βρέθηκε στην αγκαλιά εκείνης που κινούσε τα νήματα της μαριονέτας, της Σιόμπαν. Της όμορφης Σιόμπαν. Αυτήν τη φορά όμως ο Λούθιεν δεν αντιστάθηκε στο άγγιγμά της, στο τράβηγμα των νημάτων. Αυτήν τη φορά, η παρουσία της μισοξωτικής με την ακλόνητη δύναμη και αποφασιστικότητα ήταν μια ευπρόσδεκτη ανακούφιση.
Ο Λούθιεν πίστευε ότι χωρίς τη Σιόμπαν δίπλα του, πίσω του, θα έσπαγε εκείνο το βράδυ, θα έχανε τον σκοπό του μαζί με την ελπίδα του. Χωρίς την Σιόμπαν, οι τύψεις του για εκείνους που θα πέθαιναν σε λίγο και για εκείνους που είχαν πεθάνει ήδη, θα έπνιγε τις προοπτικές του μέλλοντος, γιατί με μια τέτοια τρομερή δύναμη να προελαύνει προς την απελευθερωμένη πόλη, η σκέψη ενός ελεύθερου Εριαντόρ έμοιαζε μια φευγαλέα και τρεμάμενη φαντασίωση εξίσου απρόσιτη με τα άστρα γύρω από τον πύργο της Μητρόπολης.