Δεν υπήρχε άλλη επιλογή όμως, και το ήξερε. Ήταν εβδομήντα πλοία με σχεδόν χίλιους Κυκλωπιανούς πλήρωμα. Δεν έπρεπε να γίνουν λάθη, δεν έπρεπε να ξεφύγει ούτε ένα πλοίο για να επιστρέψει στον νότο και να προειδοποιήσει τον Γκρινσπάροου.
Το Πορτ Τσάρλι ήταν γεμάτο κίνηση εκείνη τη νύχτα. Πολλοί από τους Κυκλωπιανούς ναύτες είχαν βγει στη στεριά, μαζί τους επίσης οι περισσότεροι από αυτούς που υποτίθεται ότι θα φύλαγαν σκοπιά στα πλοία, δελεασμένοι από την προοπτική να απολαύσουν καλό φαγητό και ποτό καθώς κι άλλες, ταπεινότερες διασκεδάσεις. Οι τρεις ταβέρνες της πόλεις ήταν γεμάτες, το ίδιο και οι δώδεκα οίκοι ανοχής που είχαν ανοίξει για να εξυπηρετήσουν τα πληρώματα.
Η επιχείρηση θα άρχιζε τα μεσάνυχτα, όταν οι περισσότεροι μονόφθαλμοι θα ήταν πολύ μεθυσμένοι για να καταλάβουν τι συνέβαινε. Εκείνη την ώρα, εκατό μικρά ψαράδικα θα πλησίαζαν τα αγκυροβολημένα πολεμικά πλοία μέσα στην ομίχλη.
«Το σινιάλο!» Η Γκρέτελ έδειξε ένα φως που τρεμόπαιξε στον βορρά. Σήκωσε το δικό της φανάρι προς τον νότο, το ξεκουκούλωσε μια φορά για λίγο, μετά άλλη μία, κι έτσι το μήνυμα μεταφέρθηκε στον επόμενο σηματοδότη.
Ο Μπριντ’Αμούρ, ο Όλιβερ και η Κατρίν μπήκαν στο μικρό τους σκάφος μαζί με άλλους δύο κατοίκους του Πορτ Τσάρλι, ένα ανδρόγυνο.
«Στη Γασκόνη έχουμε κάτι ζωύφια που κάνουν αυτό που κάνουμε κι εμείς απόψε», είπε ο Όλιβερ χαμηλώνοντας ξαφνικά τον τόνο του μετά από τα σσσ! του Μπριντ’Αμούρ και της Κατρίν. «Έρχονται από την Εσπάν κυρίως», συνέχισε ψιθυρίζοντας. «Κουνούπια. Έξυπνα ζωύφια. Τα ακούς στο αφτί σου και τα χτυπάς, αλλά δεν είναι πια εκεί. Βρίσκονται κάπου αλλού στο σώμα σου και σου ρουφάνε το αίμα. Είμαστε κουνούπια», κατέληξε ο Όλιβερ. «Κουνούπια που ρουφάνε το αίμα του Γκρινσπάροου».
«Τότε ας ελπίσουμε ότι πολλά κουνούπια μαζί μπορούν να στεγνώσουν ένα σώμα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ και έμειναν όλοι σιωπηλοί. Ξεκίνησαν από την προβλήτα με τα κουπιά μόλις να αγγίζουν στο νερό, γιατί ο κύριος σκοπός εκείνο το βράδυ δεν ήταν η ταχύτητα αλλά το να μη γίνουν αντιληπτοί.
Ο Όλιβερ ήταν ο πρώτος που, πιάνοντας το σχοινί της άγκυρας του πρώτου πλοίου το οποίο συνάντησαν, σκαρφάλωσε γρήγορα μέχρι την κουπαστή. Σταμάτησε εκεί και ξαφνικά όλοι έμειναν εμβρόντητοι όταν τον άκουσαν να μιλάει.
«Σε χαιρετώ, μονόφθαλμε, στραβοκάνη, θαλασσοταξιδεμένε και τόσο άσχημε φίλε μου», είπε. Έβγαλε το χέρι κάτω από τον μανδύα του και πρότεινε ένα φλασκί. «Χάνεις όλη τη διασκέδαση έξω, αλλά μη φοβάσαι, εγώ, ο Όλιβερ ντε Μπάροους, σου έφερα τη διασκέδαση εδώ!»
Πιο πολύ είχε τρομάξει το ανδρόγυνο στη βάρκα, αλλά η Κατρίν, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε αυτός ο παράξενος χάφλινγκ (και είχε αρχίσει επίσης να καταλαβαίνει το γιατί ο Λούθιεν τον συμπαθούσε τόσο πολύ), σηκώθηκε όρθια, ισορρόπησε καλά στη βάρκα και κατέβασε το μακρύ τόξο από τον ώμο της.
Δεν έβλεπαν τι συμβαίνει πίσω από την κουπαστή, το μόνο που φαινόταν ήταν η πλάτη του Όλιβερ και ο μοβ μανδύας του που ανέμιζε στην αύρα. «Σου έχω φέρει επίσης μια γυναίκα», συνέχισε ο Όλιβερ, «αλλά αυτό θα σου στοιχίσει μερικά από τα τόσο υπέροχα χρυσά νομίσματα του Άβον».
Όπως ήταν φυσικό, ο Κυκλωπιανός έσκυψε πάνω από την κουπαστή για να δει τη γυναίκα, οπότε η Κατρίν του κάρφωσε ένα βέλος στο κεφάλι.
Την ίδια στιγμή που το βέλος χτυπούσε τον στόχο του, ο Όλιβερ άρπαξε τον Κυκλωπιανό από τον γιακά και τον έσπρωξε κάτω. Ο μονόφθαλμος έπεσε στο νερό ανάμεσα στο πλοίο και τη βάρκα, μένοντας εκεί να σκαμπανεβάζει μπρούμυτα στα κύματα όταν ηρέμησαν τα νερά.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήθελε να μαλώσει τον Όλιβερ, γιατί ο παφλασμός ήταν πολύ δυνατός. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι Κυκλωπιανοί στο καράβι. Αλλά ο Όλιβερ είχε χαθεί.
Υπήρχε όντως άλλος ένας Κυκλωπιανός ξύπνιος στο κατάστρωμα αλλά, μέχρι να φτάσει στην κουπαστή η Κατρίν, η δεύτερη που ανέβηκε από το σχοινί, ήταν ήδη νεκρός. Ο Όλιβερ στεκόταν πάνω στο πελώριο στήθος του σκουπίζοντας το αιματοβαμμένο ξίφος με τον μανδύα του.
«Κουνούπια», της ψιθύρισε ο χάφλινγκ. «Βζζζ, βζζζ!»
Το πράγμα συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, μέχρι που οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι κατέλαβαν όλα τα πλοία.
Μια ανάλογη επιχείρηση είχε αρχίσει επίσης στη στεριά, όπου μόνο σε δύο από τους δώδεκα οίκους ανοχής και σε μία από τις ταβέρνες ήταν αρκετά νηφάλιοι οι Κυκλωπιανοί για να αντισταθούν.
Όταν η ομίχλη του μάγου διαλύθηκε αργότερα εκείνη τη νύχτα, σχεδόν είκοσι από τους κατοίκους του Πορτ Τσάρλι ήταν νεκροί και άλλοι εφτά τραυματισμένοι, αλλά δεν είχε μείνει ούτε ένας Κυκλωπιανός ζωντανός στην πόλη ή στο λιμάνι, ενώ οι επαναστάτες είχαν τώρα έναν στόλο από εβδομήντα ισχυρά πολεμικά πλοία.