«Ήταν πολύ εύκολο», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Όλιβερ και την Κατρίν λίγο πριν πέσουν για ύπνο εκείνη τη νύχτα.
«Δεν περίμεναν προβλήματα», απάντησε η Κατρίν.
Ο Μπριντ’Αμούρ συμφώνησε με ένα νεύμα.
«Μας υποτιμούν», πρόσθεσε ο Όλιβερ.
Ο μάγος κατένευσε πάλι. «Αν συνεχίσουν να το κάνουν αυτό, το Μόντφορτ δεν θα πέσει», εξακολούθησε ο χάφλινγκ. Ο Μπριντ’Αμούρ ευχόταν να έχει δίκιο, από την άλλη μεριά όμως θυμόταν τον πανίσχυρο Μπέλσεν’ Κριγκ, έξυπνο και ανελέητο, ξέροντας ότι οι επόμενες μέρες δεν θα ήταν τόσο εύκολες όσο η αποψινή νύχτα.
Αργά το επόμενο πρωί, για να προλάβουν τα “κουνούπια” να ξεκουραστούν καλά, η πόλη του Πορτ Τσάρλι οργάνωσε τη δική της δύναμη από χίλιους σχεδόν άνδρες. Οι στρατιώτες ξεκίνησαν προς τα ανατολικά έχοντας επικεφαλής την Κατρίν πάνω στον Ριβερντάνσερ, τον Όλιβερ πάνω στο Θρεντμπέαρ, τον Μπριντ’Αμούρ πάνω σε ένα εξαιρετικό άλογο με άσπρες βούλες και τον γερο-Φέλπσι Ντόζιερ, που ήταν διοικητής στον πρώτο πόλεμο κατά του Γκρινσπάροου πριν από είκοσι χρόνια.
Ξεκίνησαν για το Μόντφορτ, που ο Μπριντ’Αμούρ δεν τους άφηνε ακόμη να το αποκαλούν Κάερ Μακντόναλντ.
11
Δολιοφθορά
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ, με το αποκρουστικό πρόσωπό του να έχει γίνει μια μάσκα ασυγκράτητης οργής, έλυσε το κορδόνι ενός σάκου που ήταν στοιβαγμένος στο πίσω μέρος της άμαξας και έβαλε μέσα το τεράστιο χέρι του. Οι τρομοκρατημένοι Κυκλωπιανοί γύρω του ήξεραν τι θα βρει, πριν ακόμη βγάλει το χέρι του ο στρατηγός τους.
«Δολιοφθορά!» βρυχήθηκε ο πελώριος Κυκλωπιανός. Έβγαλε το χέρι του από το σακί και πέταξε ψηλά στον αέρα τα άχρηστα εφόδια — υπήρχε μια μικρή ποσότητα τρόφιμα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου ήταν άμμος.
Το Μόντφορτ απείχε μόνο πενήντα χιλιόμετρα από το Πορτ Τσάρλι σε ευθεία διαδρομή, αλλά το έδαφος ήταν δύσκολο όπως και η εποχή, καθώς μερικά περάσματα ήταν κλεισμένα από στοιβαγμένο χιόνι και πεσμένους ογκόλιθους, ενώ άλλα σκεπασμένα από ένα παχύ στρώμα λάσπης. Έτσι, ο Κυκλωπιανός στρατηγός είχε προγραμματίσει μια πορεία πέντε ημερών. Και οι άνδρες του τα είχαν πάει καλά. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ο Μπέλσεν’ Κριγκ, είχαν περάσει το μέσο της απόστασης νωρίς εκείνο το πρωί, την τρίτη μέρα της πορείας. Τώρα μπορούσαν να ακολουθήσουν πορεία προς τα ανατολικά και να απομακρυνθούν από τα βουνά βαδίζοντας σε πιο εύκολο έδαφος για πάνω από το μισό της υπόλοιπης διαδρομής.
Αλλά κόντευαν να τους τελειώσουν τα τρόφιμα. Οι στρατιώτες είχαν φύγει από το Πορτ Τσάρλι κουβαλώντας ελάχιστα εφόδια οι ίδιοι. Το σχέδιο ήταν ότι θα έρχονταν συνεχώς άμαξες με τρόφιμα από πίσω ανανεώνοντας τα εφόδια. Έτσι είχε γίνει τις δύο πρώτες μέρες, αλλά το απόγευμα εκείνης της δεύτερης μέρας, όταν έφυγαν οι άμαξες για να επιστρέψουν στο Πορτ Τσάρλι και να ανεφοδιαστούν, δέχτηκαν επίθεση και καταστράφηκαν.
Αμέσως ο Μπέλσεν’ Κριγκ έστειλε μια ταξιαρχία με χίλιους από τους καλύτερους άνδρες του για να προϋπαντήσουν και να προστατέψουν το επόμενο καραβάνι που θα ερχόταν από το Πορτ Τσάρλι. Αν και υπήρξαν μερικές ασήμαντες αψιμαχίες με τους επαναστάτες, οι οποίοι έμοιαζαν να πληθαίνουν, το καραβάνι πέρασε και έγινε δεκτό με ζητωκραυγές από τον στρατό που περίμενε. Αλλά οι ζητωκραυγές έδωσαν τη θέση τους σε σιωπηλά σκυθρωπά πρόσωπα, όταν οι στρατιώτες ανακάλυψαν ότι τα εφόδια που ήρθαν από το Πορτ Τσάρλι τη δεύτερη μέρα ήταν άχρηστα.
Ο Κυκλωπιανός στρατηγός κοίταζε προς τη δύση για πολλή ώρα. Φανταζόταν τα βασανιστήρια και τη σφαγή που θα εξαπέλυε κατά των κατοίκων του Πορτ Τσάρλι. Κατά πάσα πιθανότητα, η δολιοφθορά είχε γίνει από μια μικρή ομάδα υποστηρικτών της εξέγερσης. Το γεγονός ότι οι άμαξες είχαν φύγει ανενόχλητες από την πόλη, έκανε τον Μπέλσεν’ Κριγκ να πιστεύει ότι οι εγκληματίες στο Πορτ Τσάρλι ήταν λίγοι. Αυτό δεν θα σταματούσε την εκδίκησή του, όμως. Θα ισοπέδωνε την πόλη, θα βούλιαζε όλα τα αλιευτικά τους. Θα τους σκότωνε όλους…
Ο Κυκλωπιανός έδιωξε αυτές τις σκέψεις — δεν ήταν τώρα κατάλληλη στιγμή. Τώρα είχε πάρα πολλά επείγοντα προβλήματα, πάρα πολλές αποφάσεις. Σκέφτηκε να γυρίσει τον στρατό του πίσω στο Πορτ Τσάρλι, να συντρίψει την πόλη και να ταΐσει τους άνδρες του καλά, ίσως με τη σάρκα νεκρών ανθρώπων. Μετά κοίταξε πάλι ανατολικά το πιο εύκολο έδαφος. Είχαν κάνει πάνω από τη μισή απόσταση για το Μόντφορτ και, από τα είκοσι περίπου χιλιόμετρα που απέμεναν, τα δέκα τουλάχιστον θα ήταν μακριά από τα επικίνδυνα βουνά. Με μια καλή, γρήγορη πορεία, ο στρατός θα έφτανε στα τείχη του Μόντφορτ μέχρι το σούρουπο της επόμενης μέρας. Μπορεί να έβρισκαν ένα-δυο χωριά στον δρόμο τους, οπότε θα συγκέντρωναν τρόφιμα.